Η ποίηση, με την ικανότητά της να αποστάζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας σε λίγες προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις, έχει τη δύναμη να μας οδηγεί σε αχαρτογράφητα εδάφη σκέψης και συναισθημάτων.
Αυτά τα δέκα ποιήματα, σαν φάροι στην απέραντη θάλασσα της λογοτεχνίας, έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν και να επαναπροσδιορίσουν την άποψή σας για τη ζωή. Έτσι, με ανοιχτή καρδιά και περίεργο μυαλό, αφήστε τους στίχους να σας οδηγήσουν σε ένα ταξίδι ενδοσκόπησης, έμπνευσης και, τελικά, βαθύτερης κατανόησης του περίπλοκου χορού μεταξύ των λέξεων και της ανθρώπινης ψυχής.
Πρέβεζα, Κώστας Καρυωτάκης
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ”ελλιπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
”Υπάρχω;” λες, κ’ ύστερα ”δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
6 ποιήματα του Γιώργου Σουρή, ενός άναρχου αφηγητή που πολεμήθηκε από την εξουσία
Το Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης
Θά πενθώ πάντα μ’ ακούς; γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος
Μια στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
ΙΙ.
Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά “πίστεψέ με” και τα “μή”
Μια στόν αέρα μια στή μουσική
Τα δυο μικρά ζωα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ το δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τα κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρεις φορές το μώβ τρεις μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί το τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τη Γοργόνα μέ τα ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ το λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.
ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού, γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το “τί” καί το “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ το νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μενα
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα καί το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μες στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιος, μ’ ακούς
Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά `ρθει μέρα, μ’ ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς
Τής αγάπης
Μια γιά πάντα το κόψαμε
Καί δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς
Καί κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου, άκου
Ποιος μιλεί στά νερά καί ποιος κλαίει ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο, ποιος φωναζει
ακους;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
V.
Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι νά `ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά `ρθω
Πού δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κεί, προσεχτικά σ’ όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ το σκρίνιο το παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί το κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί το αυγό της Ανάστασης
Σάν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μην έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μες στίς ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα καί πού τρυπάει τη θύμηση
Καί νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.
VI.
Έχω δεί πολλά καί η γή μες απ’ το νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μες στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
τής θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά `χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί το κυανό η ψυχή μου !
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τη ρολογιά καί το γκιούλ μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περπατάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον παράδεισο
Τα παράθυρα, Κωνσταντίνος Καβάφης
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. – Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. –
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.
Ποιήματα για αυτούς που χάσαμε, για αυτούς που θα θέλαμε να ‘χουμε μαζί μας λίγο ακόμη
Πληθυντικός αριθμός, Κική Δημουλά
Ο έρωτας
όνομα ουσιαστικόν
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Γιατί μ’ αγάπησες, Μαρία Πολυδούρη
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
10 ερωτικά ποιήματα που μας πήραν κοντά τους στο σκοτάδι της απογοήτευσης
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει
φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η
Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):
Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο
του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να’ ρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα
στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη
πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς
με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες
να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
– μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’
την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυό
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι
εργάτες το αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίζω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου·
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες
– 8, 16, 32, 64, –
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, –
κι οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σου ’λεγα
για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; –
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως
κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να
ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του
Αϊ-Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο
άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι που ‘ναι σα μια
μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που
μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη
δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ’ βλεπα)
– ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου
φτάνει ο θαυμασμός σου, –
θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση
αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς
τα κάτω. – Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε σα λαξευμένοι σε
άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ’
ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν
αντέχω.
5 ποιήματα του επαναστάτη Ντύλαν Τόμας που εκθρονίζουν την εξουσία του θανάτου
Άφησε με να’ έρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα
κρεββάτια και ράφια.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ την σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το
κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πως να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
Άφησε με να’ρθω μαζί σου….
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά
βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’
αφήνουν πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της
γριάς αρκούδας –
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς
της, μην ξέροντας για που και γιατί-
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το
τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους
των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κι ενός αργού
θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη
γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες
που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας.Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να
τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν,
ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και
βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια·
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι τα δίνω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ
τα δίνω.
Άφησέ με να’ρθω μαζί σου….
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω
το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη
μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του·
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει- μην κοιτάξεις,
μην κοιτάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
Βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες
στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο
τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με
πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη
μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία
του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματα σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.
Καληνύχτα.
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε
το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο
του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση.
Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε
χαμηλόφωνα η “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, μόνο το πρώτο μέρος. Ο
νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό
χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα
απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν
κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, – ένα γέλιο δυνατό,
ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω
απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι
καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και
θα πει: “Η παρακμή μιάς εποχής”. Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα
ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του.
Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το
σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι
σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι
τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το
ραδιόφωνο συνεχίζει.):
Μικρός Θρήνος, Νάνος Βαλαωρίτης
Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.
Ερωτικό, Ναπολέων Λαπαθιώτης
Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου…
Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
– τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;
Ἂς εἶναι, ὡστόσο, – τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ – ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει…
Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,
αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
– σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
– νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει…
Σὲ περιμένω παντοῦ, Τάσος Λειβαδίτης
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Φυγή, Γιώργος Σεφέρης
Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.
Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.
Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.