Η μεταφυσική αλήθεια του Νίκου Καρούζου τοποθετεί τα πέπλα της ζωής στο προσκήνιο, παρουσιάζοντας έναν κόσμο που κοντεύει και φτάνει όπου να ‘ναι στη λήθη.
Από νεαρή ηλικία o Νίκος Καρούζος ασχολήθηκε με την εξερεύνηση της ποίησης και της συγγραφής. Η πρώτη του επαφή με τις εκδόσεις έγινε το 1944-1945, όταν μοιράστηκε το εναρκτήριο ποίημά του στο περιοδικό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά. Το 1949 δημοσιεύτηκε το πρώτο του ποίημα με τίτλο “Σίμων ο Κυρηναίος” στο περιοδικό “Ο Αιώνας μας” και το 1953 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Η επιστροφή του Χριστού”.
Η ποίηση του Καρούζου, που συχνά χαρακτηρίζεται ως φιλοσοφική, θρησκευτική και μυστικιστική, δεν διακρίνεται αποκλειστικά από τις μεταφυσικές της πτυχές. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έναν υπαρξιακό πλούτο που τον ωθεί πέρα από τα όρια του εαυτού, ωθώντας τον προς μια βαθιά σύνδεση με το απτό σύμπαν.
6 ποιήματα του Νίκου Καρούζου που αγαπήσαμε
Ἡ ἔναστρη φωτεινότητα
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.
Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.
Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα…
Αἴφνης
Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα
ὄντας μονάχα ἡ ἀκάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δὲν παραγνώρισε τὸ θήραμα
καὶ ἡ πάπια δὲν ἔπαψε νὰ πιπιλίζει τὴ λάσπη·
τὸ χταπόδι βγαίνει ἀπ᾿ τὸ ρηχὸ θαλάμι του μὲ γαλαζόπετρα
στὰ ξέφωτα ἡ τίγρη λησμονιέται ἀνεπίληπτα.
Νυχτώνει καὶ σήμερα. Ἡ ἀγωνία
λέει πάλι: θὰ βοσκήσω τὸ μαῦρο.
Ἡ χρησιμότητα τῆς ἀπειλῆς
Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!
Βαθμίδες
1.
Ἤτανε ὅλο τὸ πρωῒ σημαιοστολισμένο
καὶ τραγουδοῦσα.
Ὁλοένα ἔρχονται πιὰ
σὰν ἀπὸ ἀνώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια νὰ βρῶ τὴν αἴθουσα
πρέπει νὰ μιλήσω σὲ τόσους
φίλους με τὰ αἰώνια τώρα μάτια.
Κινεῖται ὁ δρόμος πρὸς τὸ μεσημέρι.
2.
Ἂν εἴδατε τὴ μοναξιὰ ποτὲ πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι
νὰ σᾶς ἀπειλεῖ
μ᾿ ἕνα μαχαίρι σιωπὴ
ποὺ ἀργὰ θὰ σχίσει τὸ δικὀ σας στῆθος
ὅπως φάντασμα τὴν πόρτα περνᾷ
μὲ γελαστὰ τὰ ἐξογκωμένα μῆλα
καὶ νὰ στέκει-
θὰ μὲ ἀγαπήσετε, εἶναι γυμνὸ
σαρώθηκε αὐτὸ τὸ μεσημέρι.
3.
Ὅλα κοστίζουν ἕνα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τὸν ἔρωτα κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὄνειρα
ἔλα στὴν κάτω γειτονιὰ καὶ πές: Κορόνα γράμματα
ἐκεῖ ποὺ χάνεται ἡ ψυχὴ νὰ βυθιστεῖς.
Θέλω ν᾿ ἀκούσεις τὸ μεγάλο μυστικὸ
γιὰ πάντα πέφτει ὁ καρπὸς ἀπ᾿ τὸ δέντρο.
Ἐντούτοις ἐκεῖ ποὺ χάνεται ὁ δρόμος
νὰ τραβήξεις.
Ὅ,τι νὰ σὲ καλέσει
δὲν εἶναι γιὰ ἐπιστροφὴ
τὰ δάκρυα κι ὁ πόνος κοφτερὸς
εἶναι μέσ᾿ στὸ παιχνίδι.
Ὅποιες φωνὲς ἀκούσεις μὴ σὲ παρασύρουν
σφάξε τὴ μιὰ ὀμορφιὰ νὰ πιεῖ τὸ αἷμα ἡ ἄλλη.
Κορόνα γράμματα νὰ παίξεις
τὶς ὦρες καὶ τὰ χρόνια
μόνος με τὸν ἔρημο ἀντίπαλο.
Τὸ δέντρο τῶν ἀγνοημάτων
Μιὰ συμφορὰ τυλίγεται στὸ δέντρο.
Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι δέντρα εἶναι
ἂν τὸ προτίμησαν αὐτό, μονάχα ν᾿ ἀδικοῦνται.
Ἡ συμφορὰ μὲ γήινο χρῶμα
τυλίγεται στὸ δέντρο.
Ὢ δύναμη τῆς ζωῆς
λιῶσε τῆς συμφορᾶς τὸ κεφάλι.
Γαλάζια σπλάγχνα
Κάτοικε τοῦ ὀνείρου
μαζεύω τὴ φωνή μου ἀπὸ κάθε ἄκρη
καὶ τὸ ὑπόλειμμά της αὐτὸ στὴ σινδόνη τῶν δέντρων
κ᾿ ἐκεῖνο κεῖ ψηλὰ στὸ σκουριασμένο βράχο
ὅπου ὀργίζεται ὁ γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
γιὰ τὴ μεγάλη ἀποκάλυψη
ρίχνω στὸν ἄνεμο μακρόσυρτη ἀγάπη:
Τὴν θέλω ἐγὼ τὴν ἀπελπισία μου
δὲν τὴν ἀνταλλάσσω μὲ θαλπωρὴ ἄλλη
ἔχασα.
Μὰ χάνουν καὶ τ᾿ ἄνθη
τ᾿ ἄνθη ἀνοίγουν τὸ μοναδικὸ παράθυρο…
Κάλλιο νὰ πλανηθεῖ ὁ χαρταετός μου
δὲ θέλω πιὰ ν᾿ ἀγγίξω τὰ χρώματά του
κλείνω τὰ μάτια μου γιὰ νὰ δῶ.
Εἶναι ἡ φωνὴ ποὺ μὲ διασχίζει
κι ἄλλοτε ποὺ χτυπᾷ στὸν ἄκμονα
χίλιες φορές.
Εἶναι ἡ φωνὴ ἀπὸ ἕνα βάθος:
Γιὰ πάντα νὰ μὴν ἔχεις
τίποτα γιὰ τ᾿ ἀληθινὰ χέρια
μονάχος
ἀνήμπορος ἐκστατικὸς
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄξαφνη γιορτὴ τοῦ δευτερολέπτου
ποὺ παραδίδεται ὁ κόσμος.
Ἔρημος σὰν τὴ βροχή
Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων
θὰ εἶναι τέφρα θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ σὰν εἰδοποίηση
μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω
πηγαίνω στὶς πηγές.