Search
Close this search box.

Ποιήματα για αυτούς που χάσαμε, για αυτούς που θα θέλαμε να ‘χουμε μαζί μας λίγο ακόμη

Η απώλεια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Η ζωή μας δίνεται με βαρύ αντίτιμο και η συνειδητοποίηση αυτού, έκανε τους ποιητές μας να γράψουν με λυγμό για αυτή την άτιμη συμφωνία μεταξύ θεού και ανθρώπου.

Ποιος δεν έχει λησμονήσει πρόσωπα που χάθηκαν στις σκιές; Ποιος δε βίωσε το πικρό ποτήρι ετούτο; Λίγοι άντεξαν αυτό τον πόνο και τον μετουσίωσαν σε πάθος για ζωή.  Η μούσα της ποίησης είναι παρούσα κάθε φορά που ο άνθρωπος πονάει και λυγίζει μπροστά στη μοίρα του. Έχει ισχυρή θέση και μας ψιθυρίζει: «Πόνεσα κι εγώ, ήμουν εκεί κι εγώ.»

Η Κική Δημουλά ερωτεύεται το υπαρκτό – Ποιο φιλί δεν αντηχεί αιώνια;

5 ποιητές που λησμόνησαν και πόνεσαν όπως εμείς

Κώστας Καρυωτάκης, Μυγδαλιά

Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
5
Κι αλίμονό μου! εγώ τής έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ’χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
10
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…

Μίλτος Σαχτούρης, «Η πόρτα»

Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος άνοιξε στο θάνατο και δε μπορούν να τον σκεπάσουν τρία λουλούδια και δε μπορούν να τον ξορκίσουν τα ζαχαρένια μάγουλα του κοριτσιού πίσω απ’ την πόρτα πίσω απ’ την πόρτα το κορίτσι γδύνεται στον άνεμο τα κυπαρίσσια ψιθυρίζουνε μια προσευχή χιονιού βογκάει λυγάει τα κλαδιά ο βοριάς ο μαύρος οι ξυλοκόποι χάθηκαν στη θάλασσα χλωμά καΐκια κατεβάσαν τις σημαίες τους σάλπιγγες στο βυθό σημάνανε το τέλος ενώ στο λιμάνι βγαίνουν κυριακάτικο περίπατο γυναίκες μες στα μαύρα σέρνουν τ’ αγόρια τους πεταλωτές παιδεύουνε τ’ άμοιρα τ’ άλογά τους άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους παιδιά πουλάνε κοκοράκια κόκκινα σα χιόνι καράβια και πουλιά σφυρίζουν φεύγουνε κατάρτια ανοίγουν δρόμο ανάμεσα από τ’ άστρα η πόρτα που άνοιξες με προσοχή έχει άλλες χίλιες πόρτες πίσω της πίσω από κάθε μια και μια κραυγή πίσω από κάθε μια κι ένα στητό κορίτσι.

ποιήματα για την απώλεια

Γιάννης Ρίτσος,«Αδικα»

Άδικα περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες (όσοι πρόφτασαν κι απόχτησαν μια τέτοια, ή που δεν τους την έσπασαν), άδικα με κείνο τους το σκεύος για σπονδές ολότελα άδειο· — περιμένουν κάποιον να θυμηθεί μια πράξη τους, μέσα στις τόσες, κάποιον να προσφέρει όχι τροφές και στεφάνια, μόνον μια ματιά στα γυμνά μέλη τους, γιατί, τα βράδια, τώρα που μπαίνει η άνοιξη με τα πολλά πουλιά της και τα φύλλα, αβάσταχτη γίνεται η μοναξιά, τόσο που, απόψε, σεργιανώντας στο προαύλιο με μιαν ολόλευκη, περίσκεπτη πανσέληνο, ξάφνου ο Βαγγέλης αποτραβήχτηκε απ’ τη συντροφιά μας, στάθηκε κάτω απ’ τα δέντρα, κάτι ψιθύρισε σα δέηση μυστική, κι έβγαλε τα παπούτσια του (τα μόνα που του ’μεναν — τρύπια κι αυτά) και με μια κίνηση ντροπαλή τα κατάθεσε ευλαβικά σ’ έναν αόρατο τάφο — ίσως του Ορέστη ή της Ηλέκτρας.

Κική Δημουλά «Χαίρε ποτέ»

Τελευταίοι Χαιρετισμοί απόψε

ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω

και χαίρε χαίρε του αποκλείεται

η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.

Λιπόθυμα σωριάζονται βιολέτες

από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού

καιρού το δικαιολογημένο

έχει από πέρσι να τις δει.

Χαίρε συνέπεια λουλουδιών

προς την τακτήν επιστροφή σας

χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου

τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.

Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα

που δέχεσαι το δικαιολογημένο

έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου.

Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία

χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου

πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε

να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.

Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία

–της μνήμης το «ελευθέρας» να πηγαίνει

όποτε θέλει να τα βλέπει

αυγή χαμένης μέρας.

Όσο για σένα κόσμε

που καταδέχεσαι να ζεις

όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη

για να καρπούνται τα δεινά

την εύφορη αντοχή σου,

που εξευτελίζεσαι να ζεις

για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ

κατά του διάπλου

ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι

τι να σου πω

χαίρε κι εσύ.

ποιήματα για την απώλεια

Τάφος
Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
5
Ώς κι η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνίδια καλοσύνη
κι ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κι εκείνη.
Ήσυχα και σιγαλά
10
σε χάιδευεν ο αέρας
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
15
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
20
και φως του αποσπερίτη.
Ήσυχα και σιγαλά,
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεβάτι.
25
Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.
Ήσυχα και σιγαλά,
30
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!

Ω! Μες στο μακρόημερο
της αγωνίας κλινάρι,
35
χέρια σαν από κερί
κι από μαργαριτάρι!
Ω χεράκια λατρευτά,
σάρκας αφρός, μια στάλα,
που τ’ αλυσοδέματα
40
γεννάτε τα μεγάλα!
Χέρια που καλόβολα
το κάθε κίνημά σας
και την πιο ανυπόταχτη
βουλή τραβάει σιμά σας.
45
Χέρια που στα γέρικα
κεφάλια τα χιονάτα
τ’ αλαφρό σας τ’ άγγισμα
δίνει ξανά τα νιάτα!
Κι αστραποβολάτ’ εσείς,
50
θαυματουργό ζευγάρι,
στου κακούργου την ψυχή
της αρετής της χάρη!
Κι είστε σα να ξέρετε
χίλια κρυφούλια μάγια
55
κι έχετ’ ένα χάιδεμα
σαν ευλογία τρισάγια!
Χέρια, εσείς κρατούσατε
σα θησαυρούς τα κρίνα,
στο κυνήγι παίρνοντας
60
του ήλιου την αχτίνα
για να κλείσετε κι αυτή
στη χούφτα σας, ω χέρια,
τρισευγενικότερα
πλασμένα περιστέρια,
65
τί κακόν εκάματε,
και τώρα καρφωμένα
στης αρρώστιας κείτεστε
το γολγοθά, καημένα;
…Από νεκροσιγαλιάν
70
αγρίεψε κι η νύχτα,
σώπασε και το σκυλί
που κολασμένα αλύχτα,
και στο κρεβατάκι σας
του καντηλιού η θαμπάδα
75
δείχνει, οϊμένα! οϊμένανε!
σα νεκρική λαμπάδα,
και στη νεκροθάλασσα
το σάλεμά σας μόνο,
καραβοσυντρίμματα,
80
ξανοίγω, και παγώνω!
Μες στη νύχτα φέγγετε,
σα διάφανα αχνοκέρια,
π’ άσβηστη κι αθώρητη
φωτιά τα καίει, ω χέρια!
85
Τώρα σα να σας κρατά
βραχνάς δετά αυτού χάμου,
παίρνετε παράλυτα
τα χάιδια, τα φιλιά μου.
Τώρα σαν πουλιού φτερά
90
που κυνηγός λαβώνει
έν’ αργοπαράδαρμα
σας τρεμοανασηκώνει.
Τώρα ψηλαπλώνεστε,
χεράκια, ανάερ’ αγάλια,
95
σα σε προσευχή, και σα
σε θεία παρακάλια.
Τώρα ένας ανέλπιδος
σας σφιχτοπλέκει αγώνας,
σα να χάσκει αγνάντια σας
100
το στόμα μιας γοργόνας!
Κι ύστερα και ξαφνικά,
χεράκια εσείς, ω μαύρα,
σα να σας αντρείεψε
του μαρτυρίου η λάβρα,
105
των μαλλιών σας τ’ απαλά,
τ’ ανέγγιχτα πλεξίδια
τ’ αγριοξεριζώνετε,
σα να σας τρώνε φίδια!
Τί κακό σάς κάμαμε;
110
Μας τρώνε εμάς τα φίδια,
κι αγριοξεριζώνετε
τα σπλάχνα μας τα ίδια!

Πέρα εκεί στ’ αντικρινό
τ’ απόσκιο περιβόλι
115
κελαηδούνε τα πουλιά
καθημερνή και σκόλη.
Κελαηδούνε τα πουλιά
στα πεύκα, στα πλατάνια,
και σε κιόσκια πράσινα
120
και σ’ άσπρα σιντριβάνια.
Χαιρετούν τη χαραυγή
και το θλιμμένο βράδυ,
τραγουδούνε χωριστά
και τραγουδούν ομάδι·
125
κι η χαϊδεύτρα η μουσική
των τραγουδιών εκείνων
είναι το ροδόσταμα
των γέλιων και των θρήνων.
Όμως απ’ το θρήνο τους
130
τον ταιριασμένο λείπει
ο τρανός καημός, η πιο
καρδιοφλογίστρα λύπη.
Ω ψυχούλα ολάκριβη,
που η θέρμη τώρα τρώει,
135
ποιός θα πει τ’ αστόχαστο
δικό σου μοιρολόι;
Ποιός θα πει του ολόανθου
κορμιού σου το σαράκι
που το πολυκέλαδο
140
σου σφράγισε χειλάκι;
Ποιός θα πει τ’ αξέχαστο
τρεμούλιασμα —ω φαρμάκια!—
που έσβησε και τ’ άσβηστα
του γέλιου σου λακκάκια;
145
Ποιός θα πει το κάρφωμα
το μέγα της ματιάς σου
μέσ’ από τ’ ακοίμητα
τα μάτια τα δικά σου;
Ποιός θα πει το βύθος τους
150
και τ’ άσειστο λιθάρι
της στερνής αγρύπνιας τους,
φωτόχυτο ζευγάρι,
που τις εκαθρέφτιζες
όλες τις καλοσύνες
155
κι έδινες διπλή ομορφιά
στου ήλιου τις αχτίνες;
Ω πουλιά, απ’ το θρήνο σας
η ελεημοσύνη λείπει
κι ο τρανός καημός κι η πιο
160
καρδιοφλογίστρα λύπη.
Και στους γλυκοστάλαχτους
σκοπούς σας λίγο λίγο
μιαν απάνθρωπη ψυχή
γρικώ και ξετυλίγω!

165
Τα μαλλιά σου ολόχυτα
στο πρόσωπό σου γύρω
ξάπλωσαν στην όψη σου
μιας αγιοσύνης μύρο.
Και στο μετωπάκι σου,
170
μόλις η θέρμη εφάνη,
γίνηκαν ακάνθινο
μαρτυρικό στεφάνι!

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
175
Στάσου με τ’ ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια
πάρτε απ’ τη μανούλα σας,
180
μαλλάκια μεταξένια,
μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει!

185
Ω ακριβές, τρισεύγενες,
καλές μου, και όλες, και όλοι,
που το κρεβατάκι του
κάματε περιβόλι!
Ω ακριβοί, τρισεύγενοι,
190
καλοί μου, και όλοι, και όλες,
φέρτε τις μοσκόβολες
και πλουμισμένες βιόλες!
Στα βασανισμένα του
σωμένα ποδαράκια
195
στρώστε τα μεθυστικά
λευκόχρυσα ζαμπάκια·
γύρω στου προσώπου του
σβησμένη πια την πούλια
βάλτε δακρυοστάλαχτα
200
τα θλιβερά ζουμπούλια·
δώστε του νιοθέριστους
απ’ τους χλωρούς μπαξέδες
της δροσιάς τα πάναγνα
παιδιά, τους μενεξέδες,
205
και σταυρώστε του μ’ αυτούς
τα παιδικά χεράκια·
νάτε κι άνθη σαν καρδιές,
κι άνθη σαν αστεράκια,
κι άνθη σαν τα νέφαλα,
210
και σαν τα πεταλούδια,
σαν τα μάτια του, και σαν
το στόμα του λουλούδια!
Νά κι εσείς που δίνετε
στους μαύρους τους χειμώνες
215
ρόδισμ’ ανοιξιάτικο,
των κάμπων ανεμώνες!
Κι ύστερα, ω αμύριστες
κι αρχοντικές και ξένες,
μεγαλόπρεπες εσείς
220
καμέλιες παγωμένες,
απ’ τα χέρια σα βαλτές
του ίδιου του Θανάτου,
κορφοστεφανώστε τη
τη μυστική ομορφιά του!

225
Άνθη, ω νεκρολούλουδα,
χυμένα ολόγυρά του,
είστ’ εσείς τα ονείρατα
του ύπνου του θανάτου;
Είστ’ εσείς τα θάματα
230
της τέχνης ποιού ζωγράφου;
Πιο καθάρια βλέπετε
στη σκοτεινιά του τάφου;
Είστε κάτι πιο πολύ
από το νου του ανθρώπου;
235
Πιο πολύ κι από το φως
ισόθεου μετώπου;
Είστε πιο σιμότερα
στο φέγγος των πνεμάτων;
Ξέρετε τ’ αγνώριστα
240
μυστήρια των μνημάτων;
Παίρνετε νοήματα
πρωτόφαντα εδώ κάτου,
άνθη, ω νεκρολούλουδα,
χυμένα ολόγυρά του!

245
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
250
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις·
255
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις,
κι όπως είσαι ανάλαφρο,
μικρό, σα χελιδόνι,
κι άρματα δε σου βροντάν
260
παλικαριού στη ζώνη,
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά κρυφά
και πέταξ’ εδώ πάνω,
265
και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας! (…)

Η ανησυχία του Αναγνωστάκη: «Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα. Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό»

Φωτογραφία εξωφύλλου: cottonbro studio

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr