Search
Close this search box.

Συνέντευξη με τον συνθέτη Ζήση Σέγκλια

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Κατ’ αρχάς, Ζήση, θέλω να μου πεις δυο λόγια για τον εαυτό σου. Ποιος είσαι, τι σπουδές έχεις κάνει, με τι ασχολείσαι.

Ζήσης Σέγκλιας – Γεννήθηκα στην Έδεσσα το 1984. Σπούδασα θεωρητικά στο Δημοτικό Ωδείο Έδεσσας με τον Γ. Γκουράνη, σύνθεση και μουσικό θέατρο στο ΑΠΘ με τον Μ. Λαπιδάκη και στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία με τον B. Furrer. Τα τελευταία πέντε χρόνια ζω στην Θεσσαλονίκη όπου εκπονώ την διδακτορική μου διατριβή στο ΑΠΘ με τον Δ. Παπαγεωργίου. Συνθέτω συστηματικά από το 2004. Το ύφος των συνθέσεών μου δεν ξέρω αν έχει σαφή όρο στα ελληνικά, αλλά είναι αυτό που ονομάζουμε στ’ αγγλικά Contemporary classical και στα γερμανικά Neue Musik.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική; Η σύνθεση πότε μπήκε στη ζωή σου;

Ζήσης Σέγκλιας – Με την μουσική ξεκίνησα να ασχολούμαι στα δέκα, όταν και πρωτοπήγα στο ωδείο. Το ενδιαφέρον μου εντάθηκε περίπου πέντε χρόνια αργότερα, με αφορμή τον θάνατο του παππού μου και πιο συγκεκριμένα τους δίσκους κλασσικής μουσικής που μας άφησε, γεγονός που συνέπεσε με την είσοδό μου στην τάξη Αρμονίας. Μία άλλη σημαντική επιρροή ήταν η μουσική αρχικά των Beatles και στην συνέχεια του J. Lennon. Γύρω στα δεκαεφτά μου έκανα την πρώτη συνειδητή προσπάθεια να συνθέσω κάτι δικό μου, και κάπου εκεί αποφάσισα οριστικά ότι θέλω να γίνω συνθέτης και να σπουδάσω σύνθεση.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Πρόσφατα, λοιπόν, συμμετείχες στο τεράστιας παραγωγής και υψηλού κύρους Φεστιβάλ του Bregenz (Bregenzer Festpiele) στην Αυστρία, γράφοντας τη μουσική για την όπερα «To the Lighthouse»  σε λιμπρέτο του σπουδαίου Εrnst Βinder (μεταφορά του ομότιτλου novel της Virginia Wolf). Ας ξεκινήσουμε από το πώς έγινε η επιλογή σου. Ποια ήταν η σχέση σου με τον Εrnst Βinder;

Ζήσης Σέγκλιας – Με τον Ernst Binder γνωρίστηκα το 2013, στο πλαίσιο ενός φοιτητικού πρότζεκτ του                 πανεπιστήμιου του Γκρατς. Πιο συγκεκριμένα, τότε είχα γράψει ένα κομμάτι μουσικού θεάτρου                 διάρκειας δεκαπέντε λεπτών, την σκηνοθεσία του οποίου είχε αναλάβει ο Ernst. O Ernst υπήρξε μία πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην θεατρική σκηνή της Αυστρίας, τόσο ως συγγραφάς όσο και ως σκηνοθέτης. Με την λήξη της συνεργασίας μας μου είπε ότι θα ήθελε να δουλέψουμε μαζί πάνω σε κάτι μεγαλύτερο και τελικά οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι που τον Οκτώβριο του 2014 έλαβα την πρόσκληση από το φεστιβάλ.

Ο Ernst έκανε την προσαρμογή του μυθιστορήματος της Woolf σε λιμπρέτο. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, γιατί πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες μίας τέτοιας προσαρμογής (σύμπτυξη του κειμένου, επιλογή μόνο ορισμένων χαρακτήρων, σκιαγράφηση αυτών των χαρακτήρων μέσα σε λίγες γραμμές), το stream of consciousness της Woolf που είναι κατά βάση σκέψεις και συναισθήματα και εσωτερικοί μονόλογοι, δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε θεατρική πρόζα. Τελικά ο Ernst άφησε πίσω του ένα κείμενο το οποίο κατά την γνώμη μου αποτελεί παρακαταθήκη.

[Ο Ernst Binder, εκτός από το λιμπρέτο επρόκειτο να αναλάβει και την σκηνοθεσία της όπερας, αλλά τον Ιανουάριο του 2017 πέθανε ξαφνικά].

Από την παράσταση του To the Lighthouse. Διακρίνονται: Jean-Marc Salzmann (Mr Ramsay), Alexander York (James Ramsay), Adrian Clarke (Augustus Carmichael), Sophia Burgos (Lily Briscoe) ©Bregenzer Festspiele / Anja Köhler

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Πώς σε έκανε να αισθανθείς η εμπλοκή σου σε κάτι τόσο μεγάλο και ειδικότερα σε ένα φεστιβάλ τεχνών στην Αυστρία;

Ζήσης Σέγκλιας – Αρχικά θέλω να πω δυο λόγια για το πρότζεκτ. Η διευθύντρια του φεστιβάλ, Elisabeth Sobotka, καθώς και ο δραματουργός, Olaf A. Schmitt, ήθελαν να συντάξουν μία ομάδα καλλιτεχνών, αποτελούμενη από τον σκηνοθέτη, τον συνθέτη, τον σκηνογράφο και την ενδυματολόγο, οι οποίοι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε πάνω στην ιδέα για την όπερα περίπου δύομισι χρόνια πριν το ανέβασμα της παράστασης. Σκοπός αυτού του ατελιέ όπερας (Opernatelier) ήταν η καλλιτεχνική ακεραιότητα του έργου μέσα από μία μακροχρόνια συνεργασία, μεγάλο μέρος της οποίας παρουσιάστηκε στο κοινό με διάφορους τρόπους (μουσικά δείγματα της όπερας, διάλεξη πάνω στο λιμπρέτο, παρουσίαση των σκηνικών και των κουστουμιών, κλπ). Εκτός αυτού, οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ μας έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Με τον Ernst, την  ενδυματολόγο Vibeke Andersen και τον σκηνογράφο Jakob Kolding επισκεφτήκαμε το Isle of Skye, τόπο όπου διαδραματίζεται η ιστορία στο To the Lighthouse, προκειμένου να δούμε τι ήταν αυτό που έκανε την Woolf να επιλέξει το συκγκεριμένο μέρος παρόλο που δεν το είχε επισκεφτεί ποτέ.

Από την επίσκεψη στο Isle of Skye. Διακρίνονται: Vibeke Andersen, Jakob Kolding, Zesses Seglias, Ernst Binder. ©Ernst Binder

Την ίδια διάρθρωση αλλά και ατμόσφαιρα είχαν και οι πρόβες. Τόσο η μαέστρος, Claire Levacher, όσο και ο σκηνοθέτης, Olivier Tambosi, έδωσαν την τελική μορφή στο έργο και μαζί με τον φωτιστή Stefan Pfeistlinger το έφεραν στην σκηνή.

Η ιδιαιτερότητα μίας όπερας είναι ότι πρόκειται για προϊόν μακροχρόνιας και συλλογικής δουλειάς, σε αντίθεση π.χ. με ένα έργο μουσικής δωματίου ή έναν πίνακα ζωγραφικής, την αποκλειστική ευθύνη του οποίου έχει ένας δημιουργός. Εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μια όπερα να φαίνεται “κομματιασμένη”, να μπορεί δηλαδή να διακρίνει ο θεατής την δουλειά του κάθε καλλιτέχνη και μάλιστα και την σειρά με την οποία έγιναν. Στην δικιά μας περίπτωση θεωρώ ότι καταφέραμε να παρουσιάσουμε ένα έργο ως ολότητα, ακριβώς λόγω της φύσης του ατελιέ.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να φανταστώ ευνοϊκότερες συνθήκες. Σε συνδυασμό με το μέγεθος του φεστιβάλ και το γεγονός ότι από την αρχική ιδέα που ήμασταν δυο-τρία άτομα καταλήξαμε σε μία παραγωγή που απασχόλησε πάνω από εξήντα, μπορώ να πω ότι μετά από τρία χρόνια που κράτησε το πρότζεκτ νιώθω ταυτόχρονα άδειος και γεμάτος.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Ποιες δυσκολίες συνάντησες σε όλη τη διαδικασία για την ολοκλήρωση του έργου;

Ζήσης Σέγκλιας – Καταρχάς το ότι ήταν η πρώτη φορά που έκανα κάτι τέτοιο. Η δουλειά μου ως συνθέτη ξέφυγε από τα συνηθισμένα πρότυπα· σε αυτήν την περίπτωση δεν είχα να κάνω μόνο με τον ήχο καθαυτό, αλλά πρωτίστως με το ίδιο το είδος που ακροβατεί μεταξύ μουσικής και θεάτρου, με το κείμενο, με την κίνηση των ανθρώπων πάνω στην σκηνή, με την μεγάλη φόρμα ― ένα έργο σύγχρονης μουσικής διαρκεί κατά μέσο όρο δέκα λεπτά ενώ η όπερα αυτή είχε διάρκεια ογδονταπέντε―, με την συνολική δραματουργία. Η δουλειά μου ήταν πιο κοντά σ’ αυτήν ενός σκηνοθέτη.

Ακόμη, το διάστημα των δύο χρόνων δουλειάς πάνω στο ίδιο κομμάτι είναι επίσης μεγάλο. Πέρα από αλλαγές στην προσωπική ζωή, υπήρξαν και αλλαγές στην συνθετική μου εξέλιξη, οι οποίες προφανώς και επηρέασαν την γραφή μου. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο στοίχημα ήταν να διατηρήσω μία εσωτερική συνέπεια στο έργο χωρίς να χάσω την ειλικρίνειά μου.

Τέλος, ασχολούμενος τόσο πολύ και σε βάθος με κάτι, έρχεται φυσιολογικά μία προσωπική αμφισβήτηση κι ενδοσκόπηση σχετικά με το τι θέλω να πω και τι είναι αυτό που θέλω να φτιάξω. Από το αρχικό όραμα μέχρι την τελική πραγμάτωση είναι πολύ εύκολο να χαθεί ο δρόμος· ένας λόγος παραπάνω ήταν και η σχεδόν εγγυημένη επιτυχία της παράστασης λόγω του μεγέθους του φεστιβάλ. Το αν τελικά αυτό που φτιάξαμε είναι κι αυτό που θέλαμε από την αρχή είναι κάτι που θα φανεί μετά από κάποιον καιρό.

Από την παρουσίαση του ατελιέ. Διακρίνονται: Olaf A. Schmitt, Zesses Seglias, Jakob Kolding, Ernst Binder ©Bregenzer Festspiele / Anja Köhler

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) –  «Ο Σέγκλιας ανταποκρίνεται πλήρως στον κόσμο των σκέψεων των προσώπων της Βιρτζίνια Γουλφ και στους εσωτερικούς τους μονόλογους» αναφέρει μια εκ των κριτικών για τη μουσική σου στο έργο. Πώς αντιδράς είτε στις θετικές είτε στις αρνητικές κριτικές από τον κόσμο αλλά και τους κριτικούς;

Ζήσης Σέγκλιας – Οι τόσες κριτικές ήταν επίσης κάτι το πρωτόγνωρο. Προφανώς, το να διαβάζεις σε μία μεγάλη εφημερίδα θετικά ή αρνητικά σχόλια δημιουργεί και τα ανάλογα συναισθήματα. Μία κριτική μπορεί να σημαίνει πολλά ή και τίποτα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην τελική πρόκειται για την γνώμη, εμπεριστατωμένη ή μη, ενός ατόμου. Μία σωστή κριτική για μένα είναι να εντοπίζει θέματα που αντιμετώπισα κι εγώ ο ίδιος συνθέτοντας το έργο, άσχετα αν το κάνει με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Σημαίνει ότι ο κριτικός κατάλαβε τι ήθελα να κάνω και πού εστίασα, άσχετα με το αν πιστεύει ότι το έκανα με επιτυχία ή όχι.

Ο κόσμος δύσκολα έρχεται  να σου μιλήσει για να εκφραστεί αρνητικά. Νομίζω ότι αυτοί που δεν βρίσκουν κάτι καλό στο έργο απλώς φεύγουν. Είχα κάποιες θετικές αντιδράσεις, οι συγκινητικότερες από τις οποίες προήλθαν από ανθρώπους που δεν γνώριζα. Γενικά πάντως δεν θεωρώ ότι το κοινό εκφράζεται εύκολα σε προσωπικό επίπεδο.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Στις παρτιτούρες έχεις ενσωματώσει ακορντεόν, ηλεκτρική κιθάρα, φλάουτα, κλαρινέτα αλλά και κρουστά. Ποιος είναι ο ρόλος των φωνών, του λόγου και ποιος της ορχήστρας στην όπερά σου;

Ζήσης Σέγκλιας – Βασικό μου μέλημα ήταν η απόδοση του κειμένου με τέτοιον τρόπο ώστε να διατηρήσω τον λόγο της Woolf, να καταστήσω σαφές ότι αυτό που συμβαίνει επί σκηνής κι αυτά που λένε οι τραγουδιστές είναι σκέψεις, εσωτερικοί μόνολογοι κλπ. Στην προσπάθειά μου αυτή συνάντησα μία δυσκολία που για να την υπερκεράσω έπρεπε να καταργήσω ένα βασικό γνώρισμα της οπερατικής φωνητικής τεχνικής, την έκφραση. Με λίγα λόγια το τραγούδι. Οι χαρακτήρες μου δεν εκφράζουν κάτι σε κάποιον· συλλογίζονται, αισθάνονται, φιλοσοφούν, αλλά δεν το εκφράζουν σε κανέναν, παρά μόνο το κρατάνε για τον εαυτό τους. Από την άλλη, έχουμε στιγμές που τους βλέπουμε να συνυπάρχουν μεταξύ τους σε καθημερινές σκηνές. Αυτό το δίπολο σκέψεων και διαλόγων, συνειδητού και ασυνείδητου ήθελα να το κάνω αντιληπτό χωρίς όμως να καταφύγω σε στυλιζαρισμένες οπερατικές τεχνικές. Ούτως ή άλλως, το κείμενο από μόνο του είναι εξαιρετικά δυνατό ώστε να μεταδώσει το περιεχόμενό του επαρκώς.

Ο ρόλος της ορχήστρας σε αυτό ήταν κατά περιπτώσεις να μεγεθύνει τον ήχο των φωνών, να δημιουργήσει ηχητικά περιβάλλοντα για τις φωνές, ενδεχομένως να σχολιάσει τον λόγο ή να αποδώσει αυτά που οι χαρακτήρες δεν μπορούν να πουν. Η επιλογή της ενορχήστρωσης έγινε με βασικό μου κριτήριο τους ήχους που μου αρέσουν· ο μόνος περιορισμός ήταν ένας μέγιστος αριθμός είκοσι οργάνων (εγώ χρησιμοποίησα δεκαοχτώ).

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Ποια είναι τα αρνητικά μιας τέτοιας μεγάλης παραγωγής; Αν υπάρχουν…

Ζήσης Σέγκλιας – Αυτό που λέω και παραπάνω, το ότι η λάμψη μίας τέτοιας παραγωγής μπορεί να θαμπώσει το ίδιο το έργο και να αποπροσανατολίσει από το αρχικό όραμα.

Κατά τ’ άλλα, η πλήρης οργάνωση και ο επαγγελματισμός δημιουργούν συνθήκες που ένας νέος συνθέτης του χώρου βρίσκει δύσκολα, αλλά αυτό συνεπάγεται ό,τι συνεπάγεται κάθε επαγγελματικό περιβάλλον: το καλλιτεχνικό όραμα πλαισιώνεται μέσα σε μία δεδομένη αγορά, με συγκεκριμένες προσδοκίες, συγκεκριμένους μουσικούς κλπ. Στην δικιά μου περίπτωση δεν θεωρώ ότι κάναμε κάποια έκπτωση ως προς αυτό ― αυτό ήταν άλλωστε και ο μοναδικός όρος που έθεσα όταν έλαβα την πρόσκληση. Εκτός αυτού, η συνεργασία προέκυψε λόγω πρότερης γνωριμίας, οπότε ξέραμε ότι τα θέλω μας συμπίμπτουν. Αλλά είναι γεγονός ότι σε μία τέτοια μεγάλη παραγωγή η ελευθερία ενός καλλιτέχνη ενδέχεται να περιοριστεί.

Από την παρουσίαση των σκηνικών. Διακρίνονται: Ernst Binder, Zesses Seglias, Jakob Kolding, Vibeke Andersen. ©Bregenzer Festspiele / Anja Köhler

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Ποιοι είναι οι μουσικοί που θαυμάζεις και θεωρείς πως έχουν αποτελέσει έμπνευση για σένα;

Ζήσης Σέγκλιας – The Beatles, John Lennon, Beat Furrer, Josquin DesPrez, Wolfgang Amadeus Mozart, Demetrio Stratos, Nick Cave, Tom Waits, Pierluigi Billone, Luigi Nono, Claude Debussy, Eric Dolphy, Eric Satie, John Cage, Bill Evans, Diamanda Gallas, Charles Mingus, Leonard Cohen, Igor Stravinsky, James Brown, Φοίβος Δεληβοριάς, Βασίλης Τσιτσάνης, John Coltrane, Παναγιώτης Αδάμ, Γιώργος Απέργης, Ιάννης Ξενάκης, Anton Webern, Gerard Grisey, Claudio Monteverdi, Πετρολούκας Χαλκιάς, Jordi Savall, Morton Feldman, Johann Sebastian Bach, οι δάσκαλοί μου, οι συμφοιτητές μου.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Η κλασική μουσική είναι ένα είδος που δεν φαίνεται να απασχολεί τόσο πολύ τα ελληνικά media. Πώς το αξιολογείς εσύ αυτό;

Ζήσης Σέγκλιας – Φυσιολογικό. Η κλασική μουσική αλλά και γενικότερα η σύγχρονη τέχνη ουδέποτε αποτέλεσε μέρος της νεοελληνικής κουλτούρας. Ακόμη όμως κι αν το δούμε σε διεθνή κλίμακα, τέτοια ζητήματα συνήθως προβάλλονται από μέσα ειδικού ενδιαφέροντος (εκπομπές, περιοδικά κλπ). Η διαφορά είναι ότι εδώ το ειδικό κοινό είναι περιορισμένο και κατά συνέπεια τα μέσα λίγα και όχι τόσο διαδεδομένα.

Αλέξανδρος Τσώνης (Lavart) – Με τι ασχολείσαι αυτό το διάστημα; Ετοιμάζεις κάτι;

Ζήσης Σέγκλιας – Φέτος οδεύω αισίως στην ολοκλήρωση του διδακτορικού μου πάνω στην σύνθεση, το οποίο πραγματεύεται την όπερά μου σε θεωρητικό επίπεδο κι εκτός αυτού δουλεύω πάνω σε ένα νέο κόνσεπτ μουσικού θεάτρου, με το οποίο συμμετέχω στην τελική φάση ενός διαγωνισμού στο Γκρατς, σε ένα διατμηματικό πρότζεκτ ανάμεσα στο ΑΠΘ και το πανεπιστήμιο της Κολονίας με το ensemble MusikFabrik και τέλος συνεργάζομαι με το ensemble Schallfeld που εδρεύει επίσης στο Γκρατς, πάνω σε ένα κόνσεπτ που θα ανακοινωθεί μέσα στην επόμενη χρονιά.

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr