Search
Close this search box.

Ι όπως… Ιακωβίδης, Γεώργιος

Γεώργιος Ιακωβίδης, ο ζωγράφος των παιδιών και των γερόντων.

[dropcap size=big]Μ[/dropcap]ια παράφωνη ωδή στην ευτυχία και την αθωότητα. Τρομπέτα, τύμπανο και αυθόρμητα γέλια από την κομπανία των μικρών που διασκεδάζουν πειράζοντας τη γιαγιά. Αυτή με τη σειρά της κλείνει τα αυτιά της – όχι από αγανάκτηση, μα περισσότερο για να ικανοποιήσει την παιχνιδιάρικη ενόχληση των μικρών μουσικών.

Η εικόνα αυτή θα μπορούσε να είναι μία καθημερινή σκηνή στη ζωή μιας οικογένειας του προηγούμενου αιώνα ή μία σύντομη περιγραφή του πίνακα «Παιδική Συναυλία» (1894), του Γεώργιου Ιακωβίδη.

Γεννημένος στα Χίδηρα της Λέσβου, το 1853 είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους και εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου.

[dropcap size=big]Σ[/dropcap]ε ηλικία 13 ετών μεταβαίνει στη Σμύρνη για να ζήσει με το θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή. Το ενδιαφέρον του για την τέχνη φαίνεται από νωρίς, και ιδιαίτερα για την ξυλογλυπτική. Το 1870 με προτροπή και οικονομική βοήθεια  του θείου και του συνεργάτη του Μιχαήλ Χατζηλουκά αποφασίζει να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα, στο Σχολείο Τεχνών (την μετέπειτα Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Λεωνίδας Δρόσης. Αποφοιτά με «Άριστα» το Μάρτιο του 1877 και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους λαμβάνει υποτροφία από το Ελληνικό κράτος με σκοπό τη συνέχιση των σπουδών του στο Μόναχο. Το 1883 αποφοιτά από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και συνεχίζει να εργάζεται στην ίδια πόλη για τα επόμενα 17 χρόνια.  Έτσι, δημιουργεί δικό του εργαστήρι και σχολή ζωγραφικής θηλέων. Το ταλέντο και η εργατικότητά του τον κάνουν ευρύτατα γνωστό, και σειρά έχουν οι  διακρίσεις: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων το 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.

Ο θάνατος, ωστόσο, της συζύγου του το 1889 επηρεάζει τόσο την ψυχοσύνθεσή του, όσο και τη ζωγραφική του.

[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο 1900 διορίζεται πρώτος έφορος της νεοϊδρυθείσας Εθνικής Πινακοθήκης και τέσσερα χρόνια αργότερα άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1910 γίνεται διευθυντής της Σχολής και το 1914 τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών». Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών. Το τέλος έρχεται το 1932 λίγο πριν κλείσει τα ογδόντα του.

Η Σχολή του Μονάχου, της οποίας θεωρείται πιστός ακόλουθος, χαρακτηρίζεται κυρίως από τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό. Τα θέματά του αφορούν την καθημερινή ζωή, με θεατρικότητα στο στήσιμό τους, τη διαχείριση του φωτός και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός. Σκηνές που απεικονίζουν την παιδική ηλικία, ζωγραφισμένες με την ακρίβεια και τη φιλαλήθεια ενός ρεαλιστή. Συναισθήματα, κινήσεις, εκφράσεις, ομορφιά και ασχήμια υπό το πρίσμα, όμως, μιας παιδικής αθωότητας και χαράς. Ξεχωριστή θέση στα θέματά του έχει η σχέση των παιδιών με τους γέροντες. Φαίνεται πως η αντίθεση ανάμεσα στις δύο αυτές εποχές του ανθρώπου, ανάμεσα στη μορφή, την έκφραση, την κίνηση και την ψυχολογία, γοητεύει το ζωγράφο. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με πολλά σχέδια, με τοπία, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες. Ο Ιακωβίδης υπήρξε σπουδαίος τεχνίτης και σχεδιαστής που ανέδειξε έναν κόσμο ανθρώπινο και πλούσιο σε αισθήματα και συγκινήσεις.

Πηγές: 123 – 4 

Κείμενο: Δημήτρης Αγγέλης (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr