Search
Close this search box.

Η Διάθλασις των Παίδων – Μέρος 12ο – Κεφάλαιο τρίτο: Ο Μέντορας

You are currently viewing a placeholder content from Youtube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

Η Διάθλασις Των Παίδων 

Μέρος 12ο : Κεφάλαιο τρίτο: Ο Μέντορας

Κάθομαι μπροστά από το γραφείο του Διευθυντή της Σχολής Α. Μου μιλάει. Λέει κάτι για την ομοιότητα της Τέχνης με τις τεχνικές εργασίες. «Σαν να βιδώνεις μια λάμπα, έτσι πρέπει να εκφράζεσαι». Ήδη από την δεύτερη φράση του, το μυαλό μου έχει φύγει από το χώρο. Τα μάτια μου όμως είναι καθηλωμένα επάνω του και αυτός κολακεύεται. Νομίζει ότι τον παρακολουθώ με αμείωτο ενδιαφέρον. Εγώ απλώς τον περιεργαζόμουν. «Και τώρα τι κάνουμε;», μου λέω. Έχω μες στο κεφάλι μου τον Μέντορα. Είναι αυτός που με καθοδηγεί σε καταστάσεις δύσκολες. Αυτός που με συμβουλεύει πώς και πότε πρέπει να φεύγω. «Να μάθεις να φεύγεις», μου λέει. «Δεν μπορεί μόνο να έρχεσαι».

  • Κι αν είμαι μόνο από αυτούς που έρχονται;
  • Για να έρχεσαι, λογικά από κάπου έχεις φύγει. Οπότε, πρέπει να μάθεις να φεύγεις, για να μπορείς να έρχεσαι.
  • Με τις λέξεις παίζουμε, Μέντωρ. Να φύγω από εδώ ενώ ακόμη δεν έχω έρθει; Ας καθίσουμε λίγο ακόμα. Δεν βλέπεις τον καημένο τον άνθρωπο που προσπαθεί με τόσο κόπο να με πείσει για τις επιλογές του; Δεν βλέπεις πόσο κρατιέται απ’ την εικόνα του αλάνθαστου; Ότι δήθεν όλα στη ζωή του έγιναν για κάποιο σκοπό; Κρίμα δεν είναι να φύγω στη μέση της παράστασης; Μπορεί προς το τέλος να γίνεται καλύτερη. Κοίταξέ τον Μέντωρ. Πώς σφίγγει την γροθιά του όταν μιλάει περί Τέχνης. Περί πειθαρχίας. Έχει κάτι αξιοζήλευτο, δεν μπορείς να πεις. Ίσως αυτός να είναι ο τρόπος και ο τόνος του ανθρώπου που θέλει να εκφραστεί και να εκφράσει. Ίσως έτσι να πρέπει να γίνω κι εγώ. Να του μοιάσω. Μπορεί να μην έχει άλλον δρόμο. Εάν γίνω καλλιτέχνης, μάλλον έτσι πρέπει να είμαι. Τι δεν σε πείθει επάνω του; Χαμογελάει κιόλας, με κατανοεί. Ήμουνα κι εγώ στην ηλικία σου, μου λέει. Και ξέρω πόσο ενθουσιασμένος είσαι. Αλλά δεν πρόκειται για ενθουσιασμό, πουλάκι μου. Πουλάκι μου. Πρέπει να θυσιάσεις τα πάντα στον βωμό της Τέχνης. Πλάκα έχει, Μέντωρ.
  • Έχει ανοίξει η γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Κοίτα, τόσα και τόσα μέρη έχει να επισκεφτούμε. Θέλεις να μείνουμε εδώ; Να επιβεβαιώσουμε τις επιλογές του Διευθυντή; Δεν έχεις δικό σου εαυτό; Πάμε να φύγουμε.
  • Λίγο ακόμα. Είναι αγένεια δεν το καταλαβαίνεις;
  • Ο τελευταίος που μου μίλησε έτσι, έμεινε εκεί, από όπου θα έπρεπε να είχε φύγει, σαράντα χρόνια. Καθηλωμένος πίσω από γραφείο Διευθυντή. Σαράντα χρόνια.
  • Και πώς το εξήγησε;
  • Α, μου έλεγε κάτι περί αγώνα εκ των έσω. Και ότι θα καταφέρει να αρθρώσει τον δικό του λόγο, χρησιμοποιώντας τα όπλα του κατεστημένου. Ενώ εγώ του έλεγα να πάμε και στις νήσους Φερόες, να χτίσουμε ένα καλύβι και να αφεθούμε στον άνεμο του Ατλαντικού. Τα χρόνια περνάνε πολύ γρήγορα, όταν κρύβεσαι πίσω από γραφεία. Και σκύβεις ελαφρώς το κεφάλι. Και σηκώνεις το βλέμμα σου ανεπαίσθητα προς την κατεύθυνση του ανθρώπου, που τώρα σε μαλώνει. Για κάτι που δεν έκανες σωστά. Εθίστηκε ο φίλος μου σαράντα χρόνια στο να κάνει λάθος και να τον μαλώνουνε γι’ αυτό. Τόσο πολύ ταυτίστηκε με την εικόνα του, που μια φορά που του είπανε ΜΠΡΑΒΟ, ξέσπασε σε κλάματα και ούρλιαζε «ΣΥΓΓΝΩΜΗ, ΣΥΓΓΝΩΜΗ!!».
  • Φαιδρό πρόσωπο θα ήταν μάλλον.
  • Πάμε.
  • Είναι όμως πολύ συμπαθητικός. Άκουσέ τον. Λέει τι τράβηξε μέχρι να γίνει Διευθυντής. Ούτε τσιγάρα δεν είχε να αγοράσει. Αλλά πίστευε τόσο πολύ στο όραμά του που ποτέ του δεν το έβαλε κάτω. Και τώρα η ζωή τον ξεπληρώνει. Για όλες τις θυσίες που έκανε. Άκουσέ τον πώς μιλάει, για το βραβείο που είχε πάρει κάποτε. Ότι τον αναγνώρισαν αλλά ακόμη δεν ήταν το κατάλληλο Τάϊμινγκ. Τάϊμινγκ, Μέντωρ;
  • Πολεμική τέχνη. Χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να τονίσει τον αγώνα ενάντια στον χρόνο. Πάμε. Δώδεκα η ώρα και η άμαξα θα γίνει κολοκύθα. Εάν μείνεις εδώ την κολοκύθα, παρ’ όλα αυτά, θα την βλέπεις άμαξα. Πρόσεχε.
  • Κι εσύ μήπως πίσω από γραφείο δεν κάθεσαι, Μέντωρ; Γιατί να σε ακολουθήσω;
  • Γιατί εγώ είμαι εσύ. Άσε τις εξυπνάδες.

Στο μέσον κάπου της ζωής, αδύναμος ευρέθην

Εις εν Δρυμόν θεοσκότεινον τον δρόμον να έχω χάσει

Κι ασάλευτος περίμενα πότε θα ξημερώσει

Δεν ήρθε κανείς να με συνδράμει εις το αδιέξοδό μου

Και φώναξα: Βιργίλιε! Ποιητές όμως δεν υπήρχαν

Ετύλιξα τα γόνατα και με τα δυο μου χέρια

Πέτρα έγινα θαρρώ, απ’ την ακινησία

Φωνήεν εσχημάτιζε το παγωμένο στόμα

Έκθεμα έγινα κι εγώ του αξημέρωτου Δρυμού

Στις επερχόμενες γενιές Θρύλος και Ιστορία.

Διαβάστε το 11ο αλλά και τα υπόλοιπα μέρη της νουβέλας εδώ.

Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)

Πίνακας: William  Bouguereau  (1825-1905) Dante and Virgil 1850 

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr