Σαν σήμερα το 1939 γεννήθηκε ένας σημαντικός σκηνοθέτης που έκανε το rock n’ roll, την αλητεία, το περιθώριο και τον εσωτερικό αναβρασμό σινεμά και φανέρωσε έναν κόσμο ιδανικό και ταυτόχρονα ξεπεσμένο, ρεαλιστικό και φαντασιώδες. Ο Νικολαΐδης ήταν μέσα σε όλα στις ταινίες του, αλλά περισσότερο αγαπούσε τους περιθωριακούς, «τα κουρέλια, τους μαστούρηδες και τους φευγάτους γενικά, τους αλκοολικούς και τις ξανθές πόρνες πολυτελείας». Πίστευε, όμως, και στην αγάπη που ήρθε και έφυγε ή που δεν ήρθε ποτέ, στη φιλία, στο παρόν, ό,τι αυτό σημαίνει και στη νύχτα που αφήνει τα παράθυρα ανοιχτά και οι χαρακτήρες πηδούν προς την μάχη, είτε αυτή αφορά την συμπλοκή τους με τις αρχές είτε και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Πάντοτε, όμως, ρίχνονται με τα μούτρα στο τέλος τους και πεθαίνουν ως νέοι ήρωες, γιατί τα γηρατειά δεν πάνε σε αυτούς.Ο Νικολαΐδης έκανε σινεμά αληθινό, χύμα, αυθόρμητο, αλλά ταυτόχρονα τόσο καλαίσθητα σχεδιασμένο που ο συνδυασμός αυτός αφήνει το στίγμα του δημιουργού σε όλους τους θεατές, ειδικά στις σύγχρονές του γενιές. Οι περισσότεροι, εξάλλου, πέρασαν μεθυσμένοι τις νύχτες τους στο «El Dorado», «διάβαζαν επιστημονική φαντασία για να κοιμηθούν», έπιναν αλκοόλ, ναρκωτικά, τσακώνονταν με αστυνομικούς, είχαν φετίχ, έβρισκαν παρέες για την νύχτα και φίλους για μια ζωή, έστηναν τις προσωπικές τους συμμορίες και αγαπούσαν την περιπέτεια με έναν ρομαντισμό πηγαίο, ανώριμο και νεανικό, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιημένο. Το μονοπάτι που διάβαιναν είχε μια μονάχα κατεύθυνση.
Τα πικάπ, οι δίσκοι, τα νέον φώτα, οι κούκλες, τα παιχνίδια, η πολυχρωμία, οι παλιές μπουκωμένες νεοκλασικές κατοικίες και διαμερίσματα, όλη η σκηνογραφία στον Νικολαΐδης (από την σύζυγό του Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου) είναι τόσο ιδιαίτερη αλλά και γνώριμη, σαν κομμάτια μνήμης από μέρη που έχουμε δει, έχουμε ζήσει, έχουμε φανταστεί. Η Σοφία, η Ρόζα, η Βέρα, η Μητέρα, η Ρίτα, η Κόρη, η Γυναίκα είναι όλες φίλες του Νικολαΐδη, ακόμη και αν κάποιοι τον κατηγορούν για σεξισμό. Είναι όλες λίγο ή πολύ femme fatale, άπιαστο όνειρο, δέλεαρ. Ξεσπούν, γοητεύουν και γοητεύονται, αυτοπροσδιορίζονται, ζουν στα άκρα γιατί το επιλέγουν, με ό,τι συνέπειες αυτό αποφέρει. Το ίδιο και ο Άλκης, ο Αργύρης και ο Ανδρέας, ο κάθε Άνδρας.Ο Νικολαΐδης ήταν πάνω από όλα σπουδαίος σεναριογράφος και συγγραφέας. Και ήταν επίσης και μεγάλος σκηνοθέτης, γιατί τις ιστορίες του μόνο η δική του ματιά τις κατέγραφε, όπως πραγματικά είναι. Το ίδιο όμορφες αλλά και άσχημες, σαν την ζωή. Ο Νικολαΐδης φαίνεται ότι ήξερε καλά και αγαπούσε πολύ το φιλμ νουάρ που είχε ανθίσει στις ΗΠΑ από την δεκαετία του ’40. Η κοινωνική σήψη, οι συμμορίες, ο υπόκοσμος, το underground, οι διαπλοκές με την εξουσία, ο σκοτεινός κόσμος με τους εγκληματίες, το περιθώριο, η απαισιοδοξία για το μέλλον, η μιζέρια, η εσωτερική πάλη θυμίζουν ορισμένα θεματικά στοιχεία του φιλμ νουάρ. Ταυτόχρονα το υγρό στοιχείο και η βροχή, η νύχτα, η αστική ζωή, ο φυσικός φωτισμός, τα νέον φώτα, οι έντονες σκιές και οι έντονες γραμμές, το ημίφως, τα ευρυγώνια πλάνα είναι μερικές νουάρ σκηνοθετικές επιλογές του δημιουργού, ήδη από τα Κουρέλια (1979), τη ταινία που τον καθόρισε στον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Χαμένος τα παίρνει όλα (2002), ειδικότερα, μπορεί να θεωρηθεί και η πρώτη νεο-νουάρ ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.Στην ταινία, μάλιστα, ο Γιάννης Αγγελάκας πέρασε πολύ χρόνο με τον Νίκο Νικολαΐδη και είναι φανερό ότι ο χαρακτήρας του δημιουργήθηκε ακριβώς στα μέτρα του.
Οι διάλογοι και οι μονόλογοι αληθινοί και σουρεαλιστικοί, απλοί και πολυεπίπεδοι, όπως και οι χαρακτήρες του, με την αισθητική και την εικονοπλασία της σύγχρονης ποίησης. Ο ρυθμός των ταινιών του καθορίζεται πολύ και από το μοντάζ, όπου η εναλλαγή των πλάνων σε συνδυασμό με τα cuts στην κίνηση και τις μεταβάσεις στον ήχο καθορίζουν την ένταση ή την ηρεμία της δράσης. Ίσως αυτό θυμίζει αρκετά και το δυτικό, αμερικάνικο σινεμά. Οι επιλογές του, όμως, αυτές έχουν ως στόχο, τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, να ξεράσουν σύμβολα και προβληματισμούς για μια κοινωνία που από τη μια βράζει στο ζουμί της, φοβάται, διστάζει, σαπίζει και αδιαφορεί. Που δεν έχει βρει τον σκοπό της. Και από την άλλη, για μια κοινωνία που ενέχει αγάπη, συμπόνοια, έρωτα, τόλμη και σπασμωδικότητα, που δεν κάθεται στα αυγά της και επαναστατεί. Ενάντια στον φασισμό και σε καθετί που τη βρίσκει αντίθετη. Όσο μπορεί και όσο αντέχει. Ακόμη και ο θάνατος για τον Νικολαΐδη είναι μια επαναστατική επιλογή που σημαίνει ζωή, γιατί την ορίζουν οι χαρακτήρες του. Γιατί οι χαρακτήρες του ζουν με όλη τους τη δύναμη.Από το 1962 έως το 2005, από την Ευρυδίκη Β.Α. 2037 (1975), την Γλυκιά Συμμορία (1983), το Singapore Sling (1990) έως και το Zero Years (2005) ο Νικολαΐδης μας ταξιδεύει σε γειτονιές της δικής του πόλης, μιας κάποιας πόλης τέλος πάντων. Οι ήρωες περιφέρονται κάποιες φορές από τη μια ταινία στην άλλη, αφού έζησαν μια χορτασμένη ζωή στα μυθιστορήματα του. Έκανε ίσως το πιο προοδευτικό, avant garde σινεμά που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα και αναγνωρίστηκε ακόμη και στο εξωτερικό. Και ήταν ένας dark-wave σκηνοθέτης, πειραματικός σαν τον David Lynch. Και είχε μια ταυτότητα μοναδική. Περιθωριακός όπως οι χαρακτήρες του. Ριζοσπαστικός και αμφιλεγόμενος όπως οι Charlie Chaplin, Orson Welles, Stanley Kubrick, Emir Kusturica και Lars Von Trier, μερικοί από τους σκηνοθέτες που αγαπούσε και θαύμαζε. Συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός, συνθέτης και μουσικός παραγωγός, ένα καλλιτεχνικό νεύρο. Και ευτυχώς υπήρξε και αυτό το “κουρέλι”, που με μια “γλυκιά συμμορία” φίλων και συντελεστών, έκανε την “περίπολο” του στις τέχνες.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.