Search
Close this search box.
Μακρυγιάννης αποφθέγματα

13 μαχητικά αποφθέγματα του Μακρυγιάννη: «Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από …»

Ο Γιάννης Μακρυγιάννης αναδείχθηκε σε μια σημαντική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, εξασφαλίζοντας μια μόνιμη θέση στη συλλογική μνήμη, η οποία αποδίδεται κυρίως στα “Απομνημονεύματά” του.

Τα απομνημονεύματα του Γιάννη Μακρυγιάννη εκδόθηκαν το 1907 από τον ιστορικό και συγγραφέα Γιάννη Βλαχογιάννη, απέσπασαν την αναγνώριση της “γενιάς των 30” ως αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Γιώργος Σεφέρης χαιρέτισε τον Μακρυγιάννη ως τον “σημαντικότερο πεζογράφο της νεοελληνικής λογοτεχνίας”.

Ο Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στον Ιωάννη Τριαντάφυλλο στα τραχιά βουνά της Δωρίδας και συγκεκριμένα στον Αβορίτη, κοντά στο Λιδωρίκι, και απέκτησε το παρατσούκλι του λόγω του πανύψηλου αναστήματός του. Η πρώιμη ζωή του σημαδεύτηκε από αντιξοότητες, καθώς μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, Δημήτριο Τριαντάφυλλο, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους στη Λιβαδειά.

Σε ηλικία επτά ετών στάλθηκε μακριά για να υπηρετήσει έναν πλούσιο έμπορο της πόλης, ο Μακρυγιάννης υπέστη κακομεταχείριση. Μετά από μια σειρά περιπλανήσεων, βρήκε τελικά καταφύγιο στο σπίτι του συμπατριώτη του Αθανάσιου Λιδωρίκη, που διέμενε στην Άρτα και διατηρούσε στενούς δεσμούς με τον Αλή Πασά. Ασχολούμενος με το εμπόριο, ο Μακρυγιάννης συγκέντρωσε γρήγορα πλούτο, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στα “Απομνημονεύματά” του, καυχιέται για αποκτήματα όπως ένα σπίτι, καταλύματα, μετρητά και ομόλογα.

10 αποφθέγματα του Κολοκοτρώνη που άναψαν τη σπίθα μέσα μας

13 αποφθέγματα του Στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη

  1. Το θερίον είπαν θερίον κι ο άνθρωπος είναι χερότερος.
  2. Οι άνθρωποι -γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι όχι την καρδιά.
  3. Όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός.
  4.  Κ᾿ εγώ έκαμα λάθη και κάνω άνθρωπος είμαι. Και πρέπει να γράφωνται και τα καλά μας και τα κακά μας.
  5. Γι’ αυτά τα μάρμαρα επολεμήσαμε.
  6. «Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. ‘Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;’ – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ’ ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.
  7. Του λέγω, εγώ έχω γιομάτες δυο τζέπες μίαν με ψέματα, την άλλη μ᾿ αλήθειες.
  8. Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
  9. Όσο πιστεύουν τους κόλακες κι᾿ απατεώνες, τους γλυκόγλωσσους, οι βασιλείς κ᾿ οι άλλοι σημαντικοί, του διαβόλου το φόρεμα θα φορέσουν κ᾿ εκείνοι.
  10. Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει “εγώ”. Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέμε “εμείς”. Είμαστε στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”.
  11. Όποτε σας λένε οι ξένοι σας φίλοι ντύνεστε το πουκάμισο της αρετής κλαίτε την πατρίδα και τους αγωνιστάς καθώς κλαίγει η φώκια τον πνιμένον είναι τα δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τον πνιμένον και κάθεται και τον τρώγει.
  12. Γενναίγοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κ᾿ επίλοιποι γενναίγοι άντρες, μην περηφανεύεστε οπού κάμετε τόσα μεγάλα και γενναία κατορθώματα και σας εγκωμιάζουν όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι μ᾿ αρετή, με φώτα πατριωτικά. Εκείνοι είχαν αρετή και φώτα, εσείς γενναιότητα και καθαρόν πατριωτισμόν. Και δι᾿ αυτό δοξαστήκετε.
  13. Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιον μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ᾿νεργήσω κι᾿ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν.
  14. Οι διαφταρμένοι, δια να ρουφήξουν την πατρίδα κ᾿ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι᾿ άλλος Ρούσσος. Κι᾿ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Δια να το σβέσετε, δια να στερεωθή η πατρίδα, χρειάζεται δικαιοσύνη να ᾿χετε και ᾿λικρίνεια και μ᾿ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς.

Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:

Το χειρόγραφο αυτό, τυπωμένο, πιάνει πάνω από 460 πυκνές σελίδες μεγάλου σχήματος. Ο Μακρυγιάννης το αρχίζει στις 26 Φεβρουαρίου 1829, τρίαντα δύο περίπου χρονώ, στο Άργος, όπου τον βρίσκουμε “Αρχηγό της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης”, είτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, είτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σαν ένα ημερολόγιο. Περισσότερο από το μισό είναι γραμμένο, ως φαίνεται, στο Άργος, ως τα 1832. Το συνεχίζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, ως τα 1840, οπότε και το κλείνει βιαστικά για να το κρύψει. Η εξουσία έχει υποψίες εναντίον του. “Είχαν μεγάλην υποψίαν από μένα” σημειώνει “και γύρευαν να μου ψάξουν το σπίτι μου να μου βρούνε γράμματα”. Το εμπιστεύεται λοιπόν σ’ ένα κουμπάρο, που το παίρνει στην Τήνο. Στα 1844, ύστερα δηλαδή από τη συνωμοσία για το Σύνταγμα, όπου παίζει μεγάλο ρόλο, και τα Σεπτεμβριανά, πηγαίνει και τα παίρνει· αντιγράφει τις σημειώσεις που κρατούσε στο αναμεταξύ με πολλές προφυλάξεις· “σημείωνα” μας λέει “και είχα έναν τενεκέ και τα ‘βανα μέσα και τα ‘χωνα” – γράφει ως τον Απρίλη του 1850, και μετά ένα χρόνο περίπου το συμπληρώνει μ’ έναν πρόλογο και μ’ έναν αρκετά μακρύ επίλογο. Η έξοχα μελετημένη έκδοση του Γιάννη Βλαχογιάννη, η μοναδική που έχουμε ως τα σήμερα, δημοσιεύτηκε στα 1907, αφού πέρασε δηλαδή μισός αιώνας που το πολύτιμο αυτό κείμενο έμεινε χαμένο μέσα στ’ απόλυτο σκοτάδι.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ – Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”
από τις “ΔΟΚΙΜΕΣ” Α’
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Άλωση της Κωνσταντινούπολης: Ο τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr