Search
Close this search box.
Ντοστογιέφσκι το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου

Ο Ντοστογιέφσκι αναλύει τη διαφθορά των ανθρώπων στο όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι είναι ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά πολύ αξιόλογα έργα μυθοπλασίας του Ντοστογιέφσκι. Γράφτηκε το 1877 και διερευνά θέματα υπαρξισμού, ηθικής και φύσης της ανθρωπότητας.

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου του Ντοστογιέφσκι αφηγείται από έναν ανώνυμο πρωταγωνιστή, ο οποίος, αρχικά απογοητευμένος από τη ζωή και την κοινωνία, σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Ωστόσο, μια τυχαία συνάντηση με ένα νεαρό κορίτσι που βρίσκεται σε κίνδυνο τον οδηγεί σε μια βαθιά εμπειρία που μεταμορφώνει την οπτική του για τη ζωή.

Σε ένα όνειρο, ο αφηγητής μεταφέρεται σε μια ουτοπική κοινωνία σε έναν άλλο πλανήτη. Αυτή η κοινωνία φαίνεται αρχικά τέλεια, αλλά σύντομα συνειδητοποιεί ότι ακόμη και σε αυτόν τον φαινομενικά ιδανικό κόσμο, η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει προκλήσεις και αγώνες. Το όνειρο χρησιμεύει ως όχημα για να εξερευνήσει ο Ντοστογιέφσκι φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα, όπως η φύση του καλού και του κακού, το νόημα της ζωής και η δυνατότητα λύτρωσης.

Το “Όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου” είναι γνωστό για τις βαθιές ψυχολογικές του γνώσεις και τη διερεύνηση από τον Ντοστογιέφσκι σύνθετων ηθικών και υπαρξιακών θεμάτων. Πρόκειται για ένα έργο που προκαλεί τη σκέψη και καλεί τους αναγνώστες να προβληματιστούν για την ανθρώπινη κατάσταση και τη δυνατότητα πνευματικής ανανέωσης. Στο παρακάτω απόσπασμα αναλύεται η διαφθορά του ανθρώπου μέσα από τα μάτια του Ντοστογιέφσκι.

Από τον «Ρασκόλνικοφ» του Ντοστογιέφσκι στον «Εχθρό» του Κάφκα – Μια ψυχολογική κάθοδος

«Η διαφθορά των ανθρώπων»: Απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο. Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδόσεις: ΡΟΕΣ 2014

«Ναι, ναι, η κατάληξη ήταν να διαφθείρω τους πάντες! Πώς ακριβώς μπόρεσε να γίνει αυτό, δεν ξέρω, το θυμάμαι μονάχα αχνά. Το όνειρο κάλυπτε χιλιετίες ολόκληρες και μέσα μου απέμεινε μόνο μια γενική αίσθηση των όσων εκτυλίχθηκαν όλους αυτούς τους αιώνες. Ξέρω μονάχα ότι αιτία της πτώσης τους ήμουν εγώ. Σαν αποκρουστικό παράσιτο, σαν μόριο της πανούκλας που μολύνει πολιτείες ολόκληρες, έτσι μόλυνα κι εγώ αυτή την ευτυχισμένη, την αναμάρτητη πριν από τον ερχομό μου Γη, απ’ άκρη σ’ άκρη.

Οι κάτοικοί της έμαθαν να λένε ψέματα, αγάπησαν την ψευτιά και γνώρισαν τη γοητεία της. Ω, ίσως αυτό να ξεκίνησε αθώα, από ένα αστείο, από χαριεντισμούς, από κάποιο ερωτικό παιχνίδι, ίσως να ήταν μόνο ένας σπόρος – όμως ο σπόρος αυτός γρήγορα ρίζωσε στην καρδιά τους, και τους άρεσε. Έπειτα, ήταν θέμα χρόνου να κάνει την εμφάνισή της η φιληδονία, η φιληδονία γέννησε τη ζήλια, η ζήλια τη σκληρότητα… Ω, δεν ξέρω, δε θυμάμαι, σύντομα όμως, πολύ σύντομα χύθηκε το πρώτο αίμα. Tους προκάλεσε κατάπληξη, φρίκη, και άρχισαν να διχάζονται, να χωρίζονται σε στρατόπεδα. Εμφανίστηκαν ενώσεις, οι οποίες όμως στρέφονταν η μια κατά της άλλης. Ακούστηκαν οι πρώτες επικρίσεις κι ακολούθησαν αμοιβαίες κατηγορίες. Έμαθαν την ντροπή και ανήγαγαν την ντροπή σε αρετή. Γεννήθηκε η έννοια της τιμής και κάθε ένωση σήκωσε δική της παντιέρα.

Άρχισαν να βασανίζουν τα ζώα και τα ζώα αποτραβήχτηκαν στα δάση, γίνηκαν εχθροί τους. Ξεκίνησε ένας αγώνας με στόχο το διχασμό, την απομόνωση, την επικράτηση του ατομισμού, το χωρισμό των αγαθών σε δικά μου και δικά σου. Μιλούσαν πια διάφορες γλώσσες. Γνώρισαν τη θλίψη και τη συνήθισαν, λαχταρούσαν τα μαρτύρια και έλεγαν ότι στην Αλήθεια φτάνει κανείς μόνο μέσω του μαρτυρίου.

Τότε εμφανίστηκε η επιστήμη. Γίνηκαν μοχθηροί, και τότε άρχισαν να μιλάνε για αδελφοσύνη, για ανθρωπισμό και κατανόησαν αυτές τις ιδέες. Γίνηκαν εγκληματίες, και τότε ανακάλυψαν τη δικαιοσύνη, συνέταξαν ολόκληρους κώδικες για να την προστατέψουν και, για να επιβάλουν τους κώδικες, καθιέρωσαν την γκιλοτίνα. Διατηρούσαν μονάχα μια αμυδρή ανάμνηση αυτού που έχασαν, και μάλιστα δεν ήθελαν καν να πιστέψουν ότι υπήρξαν κάποτε αθώοι κι ευτυχισμένοι. Μιλούσαν με λόγια σαρκαστικά γι’ αυτή την υποτιθέμενη παλιά τους ευτυχία και την αποκαλούσαν όνειρο.

Δεν μπορούσαν καν να τη φανταστούν με μορφές και εικόνες, το παράδοξο όμως και εξωφρενικό της υπόθεσης ήταν τούτο: αφού έχασαν κάθε πίστη στην παλιά ευτυχία αποκαλώντας την παραμύθι, στη συνέχεια λαχταρούσαν τόσο πολύ να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι ώστε υπέκυψαν σαν παιδιά σ’ αυτόν τους τον πόθο και τον θεοποίησαν· έχτισαν ναούς και βάλθηκαν να προσκυνούν και να λατρεύουν με δάκρυα στα μάτια αυτή τους την ιδέα, αυτό τον «πόθο» τους – και την ίδια στιγμή πίστευαν ακράδαντα ότι ήταν απραγματοποίητος, χιμαιρικός. Κι όμως, αν γινόταν να ξαναγυρίσουν στην κατάσταση της ευτυχίας και της αθωότητας που έχασαν, αν κάποιος τούς την έδειχνε ξανά και τους ρωτούσε αν ήθελαν να επανέλθουν σ’ αυτήν, τότε σίγουρα εκείνοι θα αρνούνταν.

Εμένα μου αποκρίθηκαν: «Μπορεί να είμαστε ψεύτες, μοχθηροί και άδικοι, αυτό όμως το ξέρουμε, γι’ αυτό και κλαίμε, γι’ αυτό υποφέρουμε, γι’ αυτό βασανίζουμε τους εαυτούς μας και τους τιμωρούμε ίσως πιο αυστηρά απ’ ό,τι θα μας τιμωρούσε ο φιλεύσπλαχνος Κριτής, Εκείνος που το όνομά Του αγνοούμε και που μια μέρα θα μας κρίνει. Έχουμε όμως την επιστήμη, και μέσω αυτής θα βρούμε την αλήθεια και θα τη γνωρίσουμε συνειδητά. Η γνώση υπερβαίνει το συναίσθημα, η συνείδηση της ζωής υπερβαίνει τη ζωή. Η επιστήμη θα μας προσφέρει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων που διέπουν την ευτυχία υπερβαίνει την ευτυχία».

Να τι έλεγαν, και μετά από κάτι τέτοια κηρύγματα καθένας συνέχιζε να αγαπά τον εαυτό του πάνω απ’ όλους· άλλωστε δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Καθένας ένιωθε ότι απειλούνταν η προσωπικότητά του κι έτσι έβαζε τα δυνατά του για να ταπεινώσει και να μειώσει την προσωπικότητα των άλλων, διαθέτοντας για το σκοπό αυτό όλη του τη ζωή…»

Ο Μίλτος Σαχτούρης με μια φοβισμένη καρδιά στα βάθη του χειμώνα

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr