Search
Close this search box.
ερωτικά ποιήματα

Ερωτικές εξομολογήσεις: 8 ποιήματα μας παραδίδουν τους έρωτες που θα θέλαμε να ζήσουμε

Το κάλεσμα των ποιητών υπό τη δίνη του έρωτα δημιούργησε ποιήματα που θα αντηχούν στις ψυχές μας για πολλούς αιώνες ακόμη.

Ο Γιάννης Ρίτσος μας προσκαλεί σε ένα “Ελάχιστο Χρονικό της Αγάπης”, όπου οι στιγμές οικειότητας διαπνέονται από μια αίσθηση επείγοντος και σιωπηλής λαχτάρας. Το “Έπος της καρδιάς” του Κ.Π. Καβάφη εκτυλίσσεται με ενδοσκοπικό βάθος, καθώς ο ομιλητής αναλογίζεται τη βαθιά επίδραση του έρωτα στην ψυχή του.

Η “Πτήση” του Γιώργου Σεφέρη εμβαθύνει στην παροδική φύση της αγάπης, με τις φευγαλέες στιγμές της να αφήνουν ανεξίτηλο σημάδι στην καρδιά.

Το “Στη Σ.Χ.” της Μάτση Χατζηλαζάρου προσφέρει μια αισθητηριακή εξερεύνηση της επιθυμίας, όπου το άγγιγμα γίνεται μια γλώσσα από μόνη της.

Το “Το σώμα σου κι εγώ»,του Γιάννη Βαρβέρη εμβαθύνει στα πεδία της φαντασίας και της επιθυμίας, θολώνοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.

Το “Όνειρο” της Μαρίας Πολυδούρη αποτυπώνει τον πόνο της ανεκπλήρωτης λαχτάρας, ενώ το “Μια μυγδαλιά και δίπλα της»,του Νικηφόρου Βρεττάκου ζωγραφίζει ένα πορτρέτο της απερίγραπτης χαράς και λύπης του έρωτα.

Το ποίημα του Καρυωτάκη που μας λύγισε: «Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη, σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία»

8 ερωτικά ποιήματα που ξεχωρίσουν

Ελάχιστο χρονικό του έρωτα, του Γιάννη Ρίτσου
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.

Έπος καρδίας, του Κ.Π. Καβάφη
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά
και στα χείλη μου ορμούνε με μια μόνη σου ματιά.

Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά
λόγια αγάπης και λατρείας. Φθάνει να ’σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω, την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν’ αναπνέω· κι αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκης, να σε βλέπω μοναχά!

 

Φυγή, του Γιώργου Σεφέρη
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Στη Σ.Χ., της Μάτσης Χατζηλαζάρου (απόσπασμα)
Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια.

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου , με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

Το σώμα σου κι εγώ, του Γιάννη Βαρβέρη
Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.

Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες.

Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου.

Όνειρο, της Μαρίας Πολυδούρη
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.

Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.

Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.

Μια μυγδαλιά και δίπλα της, του Νικηφόρου Βρεττάκου
Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω.

Τόση χαρά δε την μπορούν
τα μάτια.

Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να στις γιομίσω.

Όταν σε δαγκώνω, του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Όταν σε δαγκώνω, το αίμα σου έρχεται στο στόμα μου·
κι έπειτα εξανεμίζεται στις γαλάζιες σου φλέβες.

Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα

Τραγούδι, της Ελένης Βακαλό
Σαν τσαμπί σταφύλι με κρατάς
στα δυο σου χέρια
αγαπημένε
Σαν κούπα κόκκινο κρασί
σα μεγάλο γυαλιστερό κοχύλι
Είναι κουπιά τα χέρια σου
και πλέουν

Στη χλιαρή καλοκαιριάτικη
θάλασσα
Αστέρια στη ψιλή αμμουδιά
να λιάζονται

Δυο σάλιαγκοι που βγήκαν
με τη πρωινή δροσιά
στο περιβόλι.

Πρώτος έρωτας, του Μπορίς Βιαν
Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ.

μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος

Χάρτινο το φεγγαράκι, του Νίκου Γκάτσου
Θα φέρει η θάλασσα πουλιά
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά,
να σου φιλούν το χέρι.

Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `ταν όλα αληθινά.

Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.

Χάρτινο το φεγγαράκι,
ψεύτικη ακρογιαλιά,
αν με πίστευες λιγάκι
θα `ταν όλα αληθινά.

Χειμερινά σταφύλια, του Ανδρέα Εμπειρίκου
Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.

Η λύπη του έρωτα, του Γιάννη Κοντού
Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.

Έρωτας τάχα, της Μυρτιώτισσας
Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;

Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα.

10 ποιήματα που μας χάραξαν, δίνοντας νέους προορισμούς στον κόσμο

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr