Search
Close this search box.

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ του Lars Von Trier: μια άρρωστη φιλοσοφία ή μια σαρκαστική σαδιστική ταινία;

Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ είναι αρρωστημένο, ακραίο, για ορισμένους αηδιαστικό και αποκρουστικό, αλλά σίγουρα μια διαφορετική ταινία, που δοκιμάζει το κοινό να δει πέρα από τις συμβατικές αφηγήσεις και να βγει από το καλούπι ενός παραδοσιακού χαρακτήρα και ακόμη μιας ταινίας για έναν serial killer.

5 χρόνια μετά το Nymphomaniac (2013), με τον μαζοχιστικό σκοταδισμό και τον σεξουαλικό παροξυσμό του, που σε κάποιους άρεσε και άλλους άφησε αδιάφορους, έρχεται Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ, φυσικά άλλη μια συμβολική-σαδιστική ιστορία υπό τη σκοπιά ενός ψυχικά διαταραγμένου serial killer. Ο τίτλος της ταινίας ίσως είναι επηρεασμένος από το ομώνυμο βρετανικό παιδικό τραγουδάκι, το οποίο θυμίζει το δικό μας «Όταν θα πάω, κυρά μου, στο παζάρι- Το κοκοράκι», που τραγουδούσαμε με περίσσια χαρά μικροί, τόσο αθώο αλλά και ύποπτο. Ο Τζακ (Matt Dillon) του Lars Von Trier, ωστόσο, βρίσκεται κοντά με το θαυμαστό μας ανθρώπινο γένος αλλά και πολύ μακριά, προερχόμενος από σκοτεινούς μύθους και την μεσαιωνική Κόλαση του Δάντη.Εξάλλου είναι εμφανείς οι επιρροές του δημιουργού από το έργο του Δάντη, τόσο οπτικά, με αναφορές στον μεσαιωνικό κόσμο και σε εικαστικά ρεύματα, όπως ο νεοκλασικισμός και με απεικονίσεις της ίδιας της Κόλασης, όπως την περιέγραφε ο Δάντης, όσο και νοηματικά, σαν ένα σχόλιο και αφορμή προς συζήτηση πάνω στην προσπάθεια του ανθρώπου να υπερνικήσει τις αμαρτίες και τα πάθη του μπροστά στο ορισμένο τέλος του (όπου τέλος= τελειοποίηση). Ο Τζακ σαν ένας άλλος Δάντης, συνδιαλέγεται με τον Βιργίλιο (Bruno Ganz) κατά την διαδρομή του στα έγκατα της κόλασης, με ευχάριστα διαλείμματα φιλοσοφίας, που συνοδεύονται οπτικά με ένα διαλεκτικό μοντάζ-καλλιτεχνικό κολάζ, ενώ ταυτόχρονα απεικονίζεται η επίγεια κόλαση του Τζακ, με μια γλυκιά και ενδελεχή αναδρομή σε μερικά από τα εκπληκτικά κατορθώματα του, περιστατικά (incidents) όπως αναφέρονται στην ταινία. Και η προσέγγιση του Trier μπορεί να ήταν ακραία τεχνική και να μη μας άφησε περιθώρια να προσεγγίσουμε τον χαρακτήρα, πλησιάσαμε όμως σε έναν κόσμο τόσο παράξενο όσο και το ασυνείδητο μας ή καλύτερα το ασυνείδητο του Trier.Το Σπίτι δεν είναι μόνο μισογυνικό, αλλά μισάνθρωπο και σαδιστικό, διαστροφικό προς πολλά από αυτά που φυσιολογικά μας κάνουν ευαίσθητους, με έναν Τζακ κυρίαρχο του παιχνιδιού, που στήνει μαριονέτες, χτίζει μακέτες και αποφασίζει για τον ρόλο κατασκευών του ως άλλος διαβολικός θεός, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δούμε αυτό ως το ζουμί της υπόθεσης. Η ιστορία του serial killer μοιάζει περισσότερο με μια παράλληλη αφήγηση, ως αφορμή και κάλυμμα του Trier για την πραγματική πρόθεση του στο υπόλοιπο της αφήγησης. Σίγουρα αποτελεί και ένα κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σύγχρονη ζωή.

O Trier δεν αφήνει πίσω τα κατάλοιπά του από το Δόγμα 95, το οποίο εμφύσησε και καθόρισε ο ίδιος στο παγκόσμιο σινεμά μαζί με τον Thomas Vinterberg και άλλους μεταγενέστερους σημαντικούς δημιουργούς. Για αυτό και τα περισσότερα πλάνα είναι με κάμερα στο χέρι, όπως επίσης κυριαρχούν τα μεσαία, γενικά-μεσαία, κοντινά και λιγότερο τα γενικά πλάνα, με σχεδόν ίδια ένταση με τους Ηλίθιους του (The Idiots, 1998). Οι ευρυγώνιες λήψεις είναι λιγοστές και η κάμερα κινείται με ταραχώδεις ρυθμούς, αγγίζοντας εσκεμμένα τον ρεαλισμό ενός πρωτόπειρου εικονολήπτη. Η μουσική, επίσης, έρχεται σε αντίστιξη με την εικόνα, δίνοντας μια πιο funky αισθητική, ενώ ταυτόχρονα ο περιβάλλων ήχος απουσιάζει αισθητά στις “φιλοσοφικές” συζητήσεις, δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, που οι λέξεις και οι εικόνες χτυπούν επιτόπια τον/την θεατή. Έτσι, η ιστορία απεικονίζεται ωμά, φυσικά και ανεπιτήδευτα και μέσα σε αυτήν την αντισυμβατική κινηματογράφηση παρακολουθούμε τον κόσμο του Τζακ, όσο απομακρυσμένα μας θέλει ο Trier, για να βγούμε από την αίθουσα γεμάτοι σκέψεις για το τι ήθελε να πει ο ποιητής, ή όπως είπε και ένας φίλος μου «για να πάμε εμείς στον ψυχίατρο επειδή δεν πήγαν κάποιοι άλλοι όταν ήταν μικροί».Ακόμη, όμως, και αν αδιαφορήσουμε για τέτοιου είδους προβληματισμούς, και μόνο το έντονο μαύρο χιούμορ (που ο Gaspar Noé απόλαυσε πολύ στις Κάννες και προς έκπληξη πολλών δεν σταμάτησε να γελάει στην προβολή της), αλλά και η ιδιόμορφη συλλογιστική της ταινίας μας αρκεί για να ξεφύγουμε από εύπεπτες αφηγήσεις και να εκτιμήσουμε ότι υπάρχει και αυτός ο κινηματογράφος, είτε μας αρέσει είτε όχι.

Κείμενο: Κατερίνα Καρπούζη (Lavart)

Πηγές φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr