Search
Close this search box.

Στα Υδάτινα Μονοπάτια Του Ευρωπαϊκού Σινεμά – 5 ταινίες και η θάλασσα

«…For whatever we lose (like a you or a me)
it’s always ourselves we find in the sea»
-e.e. cummings “maggie and milly and molly and may”

Είτε ως αφιλόξενο φόντο μιας ιστορίας, είτε ως «νέμεση» του εκάστοτε Οδυσσέα,  είτε ως σύμβολο της ζωής, των ψυχικών διαθέσεων, των δυσκολιών, η θάλασσα είναι ένα στοιχείο που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον τόσο στην μυθολογία και τη φολκλορική παράδοση, όσο και στην λογοτεχνία και τις καλές τέχνες. Πρωτοστατεί στα καλοκαιρινά μας όνειρα, αντικατοπτρίζει τις εσωτερικές μας τρικυμίες, είναι πηγή ζωής, είναι ένα απέραντο αχαρτογράφητο μυστήριο, τόπος και ουτοπία αγωνίας, πρόκλησης, νοσταλγίας, καταστροφής, προσμονής, κάθαρσης, θανάτου, αναγέννησης, αποχωρισμού και επανένωσης.

Σε αυτό άρθρο ξεχωρίζουμε και προτείνουμε πέντε αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου όπου η θάλασσα εμφανίζεται είτε ως σύμβολο είτε ως σιωπηλός πρωταγωνιστής της αφήγησης.

Ίσως η πρώτη σχετική ταινία που έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό είναι το γνωστό «Απέραντο Γαλάζιο» (Le Grand Bleu) του Λυκ Μπεσσόν (1988). Η ιστορία των δύο παιδικών φίλων και ανταγωνιστών Ένζο (Ζαν Ρενό) και Ζακ (Ζαν-Μαρκ Μπαρ) μας ταξιδεύει στα βάθη της Μεσογείου και τον κόσμο των καταδύσεων. Η θάλασσα εδώ λειτουργεί αρχικά ως τόπος απώλειας, όπου ο Ζακ χάνει τον πατέρα του σε αλιευτικό ατύχημα, ένα τραύμα από το οποίο δεν ανακάμπτει ουσιαστικά ποτέ. Αργότερα, ενήλικας πια, τόσο ο ίδιος όσο και ο Ένζο είναι παθιασμένοι ελεύθεροι δύτες. Αναζωπυρώνοντας τον παλιό τους ανταγωνισμό, προσπαθούν να ξεπεράσουν τα όριά τους βουτώντας όλο και πιο βαθιά. Ενισχυμένη από την μαγευτική φωτογραφία του φυσικού κάλλους και την μουσική επένδυση του Ερίκ Σερά, η θάλασσα μετατρέπεται σε ένα χώρο οικειότητας και απόδρασης, ασύγκριτα ανώτερο με τον κόσμο της στεριάς. Μακριά από την περιοριστική πραγματικότητα και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, οι δύο φίλοι αναζητούν εμμονικά –και βρίσκουν- στην απεραντοσύνη του γαλάζιου ελευθερία και προσωπική ολοκλήρωση.

Αντίθετα, «Στα Βαθιά» (Djúpið/The Deep) του Μπάλταζαρ Κορμάουκουρ (2012) βρίσκονται ενοχές και ερωτηματικά. Το αλιευτικό της ομάδας του Γκούλι (Όλαφουρ Ντάρρι Όλαφσον) βρίσκεται στ’ ανοιχτά του Βόρειου Ατλαντικού τον Μάρτιο του 1984 όταν μια ξαφνική τρικυμία το αναποδογυρίζει, παρασύροντας το πλήρωμα στον βυθό. Ο ίδιος, μοναδικός επιζών σαν από θαύμα, παλεύει για ώρες με την βουή και τη μανία των κυμάτων ώσπου καταφέρνει να επιστρέψει στις ακτές της Ισλανδίας. Η απίθανη ιστορία του προκαλεί αίσθηση στην χώρα και τραβά το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας που θέλει να μελετήσει τα μυστηριώδη αίτια της επιβίωσής του. Ταυτόχρονα εκείνος προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την απώλεια των φίλων του, το αίσθημα ενοχής («Γιατί εγώ;») αλλά και την απλή, ανθρώπινη χαρά του ότι τα κατάφερε και είναι ζωντανός. Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το φιλμ καδράρει την αδυσώπητη πλευρά της θάλασσας, που από πηγή τροφής και εισοδήματος μετατρέπεται σε άτεγκτο ανταγωνιστή, χτίζοντας μεγάλο μέρος της αφήγησης στην σύγκρουση «ανθρώπου εναντίον φύσης».

«Early man did not see the oceans as a barrier but rather as a means of communication.» δηλώνει εμφατικά ο Νορβηγός εθνογράφος Θορ Χέιερνταλ (Πολ Χάγκεν) στο «Kon-Tiki» των Γιοακίμ Ρένινγκ και  Έσπεν Σάντμπεργκ (2012). Επίσης βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ταινία εξιστορεί το ταξίδι που πραγματοποίησε ο Χέιερνταλ το 1947 από το Περού προς την Πολυνησία. Έχοντας μελετήσει επί τόπου για δέκα χρόνια την ιστορία, τους λαϊκούς μύθους, και την κουλτούρα των κατοίκων της Πολυνησίας, επιχείρησε να δημοσιεύσει ένα επιστημονικό κείμενο που ανέτρεπε τα έως τότε ιστορικά δεδομένα, ισχυριζόμενος ότι οι πρώτοι άποικοι προέρχονταν από την Λατινική Αμερική αντί της Ασίας. Συναντώντας δυσπιστία και προκατάληψη στους εκδοτικούς κύκλους, αποφασίζει να διαψεύσει τις αμφιβολίες τους πραγματοποιώντας την ίδια αρχαία διαδρομή και χρησιμοποιώντας ένα ιστορικά ακριβές πλεούμενο, συνοδεία μικρού επίλεκτου πληρώματος. Μικρές δόσεις χιούμορ και αρκετή δράση, καθώς και εικόνες άπλετης φυσικής ομορφιάς συνθέτουν τόσο το πορτρέτο του Χέιερνταλ ως εξερευνητή αλλά και μια ιστορία νίκης της ανθρώπινης θέλησης και επιμονής ενάντια σε κάθε είδους αντιξοότητες. Ολόκληρος ωκεανός μοιάζει να γίνεται ένα μονοπάτι θριάμβου μιας ομάδας τολμηρών που ευνοούνται από την τύχη.

Μία ακόμη ιστορία προσωπικής θέλησης και επιμονής είναι αυτή του τετραπληγικού πρώην ναυτικού Ραμόν Σαμπέδρο (Χαβιέ Μπαρδέμ) στο βραβευμένο με Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας «Η Θάλασσα Μέσα Μου» (Mar Adentro) του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ (2004). Μετά από μια άτυχη βουτιά στην θάλασσα παραμένει καθηλωμένος για είκοσι οκτώ χρόνια, διεκδικώντας εμφατικά όλον αυτόν τον καιρό το δικαίωμά του στην ευθανασία. Η απόφασή αυτή διχάζει τόσο την οικογένειά του όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο με ανθρώπους γνωστούς και άγνωστους να τον επισκέπτονται προσπαθώντας να τον μεταπείσουν. Ο νόμος βρίσκεται μέχρι τέλους απέναντί του ενώ ο ίδιος επιμένει πως «η ζωή δεν είναι υποχρέωση, αλλά δικαίωμα». Μέσα σε όλα αυτά, η θάλασσα, αντίθετα με τις προηγούμενες ταινίες, εμφανίζεται εδώ ουσιαστικά σε μετρημένες σκηνές, το διακριτικό φόντο του δράματος. Ωστόσο, είναι πάντα εκεί, στο πίσω μέρος του μυαλού του Ραμόν. Στην αναπόληση των ταξιδιών του, στην ανάμνηση της τραγικής ημέρας του ατυχήματος, στα όνειρα ελευθερίας που δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Την κουβαλάει μέσα του και την καταθέτει στα ποιήματά του. Έχοντας ένα μοναδικό πλέον όνειρο, αναπολεί του «βυθού την ελαφρότητα όπου τα όνειρα ζωντανεύουν.»

Τέλος, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Μπάνβιλ «Η Θάλασσα» (The Sea) του Στίβεν Μπράουν (2013) είναι ίσως η πιο «αινιγματική» ταινία από τις πέντε. Ο συνταξιούχος ιστορικός τέχνης Μαξ Μόρντεν (Κίαραν Χάιντς) επιστρέφει στο παραθαλάσσιο χωριό της Ιρλανδίας της παιδικής του ηλικίας σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την πρόσφατη απώλεια της συζύγου του αλλά και να συμφιλιωθεί με μια τραγωδία του παρελθόντος. Περιπλανάται στα γνώριμα μέρη, συναντά παλιούς γνωστούς και θυμάται την μποέμ οικογένεια που τον επηρέασε βαθιά. Κινούμενο σε χαμηλούς τόνους, το φιλμ μπλέκει τους χρόνους με το πρόσφατο και το μακρινό παρελθόν να ανακατεύονται σε έναν διαρκή κυματισμό της αφήγησης. Η θάλασσα εδώ λειτουργεί ως κυρίαρχο σκηνικό της δράσης, αρχικά ο τόπος της ανεμελιάς, έπειτα ο τόπος του «εγκλήματος» και τέλος ο τόπος της κάθαρσης/λύτρωσης. Ο Μαξ καταφεύγει εκεί ξανά και ξανά, ώσπου να βρει γαλήνη, με τον επίλογο της ταινίας να θυμίζει έντονα τους στίχους του Ε.Ε. Κάμμινγκς.

Πηγή Φωτογραφιών 1, 2, 3, 4, 5, 6

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr