Search
Close this search box.

Σαν σήμερα ιδρύεται η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών

Το να αρνείσαι βραβεία είναι ένας διαφορετικός τρόπος να τα δέχεσαι, κάνοντας περισσότερο θόρυβο.
(
Peter Ustinov)

[dropcap size=big]Ε[/dropcap]ντυπωσιακές τουαλέτες με την υπογραφή των μεγαλύτερων σχεδιαστών μόδας, αστραφτερά χαμόγελα, χιλιάδες φωτογραφικά «κλικ» πάνω στο κόκκινο χαλί, «And the Oscar goes to..», δάκρυα, ευχαριστίες κι ένα χρυσό αγαλματάκι. Αυτή είναι η πραγματικότητα των βραβείων Όσκαρ σήμερα – μια εντυπωσιακή παράσταση, θα έλεγε κάποιος, μια παρέλαση χλιδής και ταλέντων.

Η αρχή ωστόσο της λαμπερής αυτής τελετής εντοπίζεται στο μακρινό 1927 και συγκεκριμένα την 11η Μαΐου. Τότε ιδρύεται η Ακαδημία Motion Pictures Arts and Sciences (AMPAS), με πρωτοβουλία του Louis Mayer. Πρωταρχικός της στόχος είναι ένα είδος… συνδικαλισμού και μέλη γίνονται μόνο ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, τεχνικοί και παραγωγοί ταινιών. Ο πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας, Douglas Fairbanks, πρωτοστατεί ένα χρόνο αργότερα στη δημιουργία ενός συστήματος απονομής βραβείων και τελικά στις 16 Μαΐου 1929 τα πρώτα βραβεία Όσκαρ είναι γεγονός.

Η τελετή πραγματοποιείται στο ξενοδοχείο Roosevelt στο Χόλυγουντ, είναι ανοιχτή στο κοινό και το εισιτήριο κοστίζει μόλις 5 δολάρια. Καθώς το κοινό αγκαλιάζει την πρωτοβουλία αυτή, κάθε χρόνο ο τόπος διεξαγωγής αλλάζει, ενώ υπάρχει και ραδιοφωνική κάλυψη.


[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο περίφημο χρυσό αγαλματίδιο στην αρχή ονομάζεται «Βραβείο Αξίας της Ακαδημίας» («The Academy Award of Merit») και είναι κατασκευασμένο από μπρούτζο, επικαλυμμένο με φύλλα χρυσού. Απεικονίζει έναν ιππότη πάνω σ’ ένα ρολό φιλμ – και αυτό είναι ίσως το μοναδικό χαρακτηριστικό του που διατηρείται. Πολύ σύντομα, ο μπρούτζος αντικαθίσταται από ένα κράμα μετάλλων, με επίστρωση χρυσού 24 καρατίων.

Το όνομα του βραβείου αλλάζει σε Όσκαρ, με τον αληθινό του «νονό» να χάνεται σ’ ένα πλήθος εκδοχών και ισχυρισμών. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Margaret Herrick, διευθύντρια της Ακαδημίας, ονομάζει έτσι το αγαλματάκι επειδή της θυμίζει το θείο της. Και η ηθοποιός Μπέτι Ντέιβις, όμως, διεκδικεί τα πρωτεία, υποστηρίζοντας πως, όταν τιμήθηκε με το βραβείο το 1935, το ονόμασε Όσκαρ δανειζόμενη το μεσαίο όνομα του συζύγου της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το όνομα αυτό αρέσει στον κόσμο, είναι σύντομο, εύηχο και δίνει στο αγαλματίδιο μια αίσθηση οικειότητας κι έτσι το 1939 παγιώνεται.

Από τότε έως σήμερα πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στην απονομή των βραβείων, ο ενθουσιασμός του κόσμου όμως παραμένει το ίδιο έντονος. Συνολικά 25 κατηγορίες αναμένουν κάθε χρόνο τους νικητές, με την αγωνία να κορυφώνεται κατά το άνοιγμα του φακέλου από τον εκάστοτε παρουσιαστή.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] θεσμός αυτός ωστόσο φαίνεται ν’ αποτελεί και φορέα έκφρασης διαφόρων κοινωνικοπολιτικών τάσεων. Το 2016, το χάσταγκ #OscarsSoWhite αποτέλεσε αιχμή του δόρατος για τις διαμαρτυρίες περί φυλετικού ρατσισμού των βραβείων. Ο Τζωρτζ Κλούνεϊ δεν δίστασε να μιλήσει για «λάθη της Ακαδημίας» που αφορούν τις ελάχιστες υποψηφιότητες των έγχρωμων και ισπανόφωνων καλλιτεχνών. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η Χάτι Μακ Ντάνιελ ήταν η πρώτη ηθοποιός που τιμήθηκε με το βραβείο αυτό,  κερδίζοντας το Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου για τη συμμετοχή της στην ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος, το 1939. Μάλιστα, σχολιάστηκε το γεγονός ότι  η Μακ Ντάνιελ ήταν η πρώτη έγχρωμη γυναίκα που παραβρέθηκε στην τελετή όχι ως υπηρετικό προσωπικό αλλά ως προσκεκλημένη.

Ακόμη ένα ακανθώδες ζήτημα που κρύβεται πίσω από τις απαστράπτουσες εμφανίσεις των ηθοποιών είναι ο ηλικιακός ρατσισμός και οι διακρίσεις με βάση το φύλο. Ελάχιστοι ηθοποιοί που περνούν την έκτη δεκαετία της ζωής τους συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία της βράβευσης, ενώ τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τις γυναίκες. Ο στερεοτυπικός ρόλος που απαιτεί τη γυναίκα φλογερή ερωμένη ή ανυπεράσπιστο θύμα φαίνεται να αναπαράγεται ξανά και ξανά, τόσο στην επιλογή των ρόλων όσο και στις βραβεύσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η Κριστίν Σκοτ Τόμας, σύμφωνα με δηλώσεις της στην Ιndependent, χαρακτήρισε ως «καταστροφή» το γεγονός ότι όταν μια γυναίκα αγγίζει τα 50 στον κόσμο του θεάματος σημειώνεται δραματική μείωση των ρόλων που της προτείνονται. Η πίεση να παραμείνει η γυναίκα μια αειθαλής καλλονή αποδεικνύεται συχνά αβάσταχτη – άραγε σκοτώνουν όντως τα άλογα μόλις γεράσουν;


[dropcap size=big]Η[/dropcap] πολιτική δεν θα μπορούσε να μην αγγίξει επίσης έναν τόσο σημαντικό θεσμό, έστω και επιδερμικά, είτε μέσω των ταινιών είτε μέσω ευθέων δηλώσεων από τους συμμετέχοντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχόλιο του Τζίμι Κίμελ, φετινού παρουσιαστή των βραβείων: «Αυτό το πρόγραμμα το παρακολουθούν απευθείας εκατομμύρια άνθρωποι, Αμερικανοί και πολίτες 225 και πλέον χωρών σε όλον τον κόσμο, που τώρα μας μισούν», δήλωσε αναφερόμενος έμμεσα στην προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ουσία της η τελετή απονομής των Όσκαρ αποτελεί μια γιορτή και μια βράβευση της ανθρώπινης φαντασίας και της δύναμης του νου – και ως τέτοια θα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε, χωρίς να δίνουμε μικρότερη ή μεγαλύτερη σημασία σε ό,τι την αφορά.

Πηγές φωτογραφιών: 123

Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr