Search
Close this search box.

Por Una Cabeza, “για ένα κεφάλι” και τρία Όσκαρ

Η χρήση ενός γνωστού κομματιού για την ανάδειξη μιας σκηνής.

Στην στήλη αυτή έχουμε μιλήσει μέχρι στιγμής για το πως μια ταινία μπορεί να ενδυθεί ηχητικά και αποτελεσματικά, με τον ήχο να αποτελεί ένα καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας της, πέρα από το αυτονόητο που είναι η ίδια η εικόνα. Έχουμε μιλήσει επίσης για το πώς ένας συνθέτης διαμορφώνει τον ήχο του, βάσει των ερεθισμάτων του και με τη σειρά του, επιλέγει τις ταινίες στις οποίες θα συμμετάσχει αποδίδοντας σε αυτές τα χαρακτηριστικά που ο ίδιος έχει καλλιεργήσει. Παρόλα αυτά, η ηχητική ένδυση δεν έχει να κάνει μόνο με την σύνθεση καινούργιων ηχητικών συνόλων και πολλές φορές για διάφορους λόγους προτιμάται η χρήση κομματιών, γνωστών και οικείων, στον κόσμο, με σκοπό την χρήση αυτής της οικειότητας για την δημιουργία μιας συναισθηματικής κατάστασης. Για ένα από αυτά τα κομμάτια θα μιλήσουμε κι εμείς σήμερα και θα αναλύσουμε την πορεία του στο χώρο του κινηματογράφου. Το τραγούδι αυτό είναι το Por Una Cabeza και έχει μια ιδιαιτερότητα. Οι τρεις ταινίες στις οποίες εμφανίστηκε, έχουν ένα χρόνο διαφορά η μία από την άλλη. Επιπλέον, και οι τρεις είναι βραβευμένες με όσκαρ. Οι σκηνές με το κομμάτι δε, αποτελούν σήμα κατατεθέν των εν λόγω ταινιών και παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη όσων τις είδαν.
Το Por Una Cabeza, είναι ένα τάνγκο κομμάτι που συντέθηκε το 1935 από τον Carlos Gardel με στίχους από τον Αργεντινό Alfredo la Pera. H ονομασία του κομματιού σημαίνει «Για ένα κεφάλι» και συμβολίζει την αναπάντεχη νίκη ενός αλόγου στον ιππόδρομο, ακριβώς την τελευταία στιγμή και για ένα κεφάλι απόσταση σε σχέση με το δεύτερο, στη γραμμή τερματισμού. Οι στίχοι μιλάνε για έναν παθολογικό τζογαδόρο του ιπποδρόμου, ο οποίος παρομοιάζει το πάθος του για τα άλογα με αυτό για τις γυναίκες. Ενδιαφέρον προκύπτει από το γεγονός ότι στις ταινίες που έχει χρησιμοποιηθεί το κομμάτι, οι στίχοι είναι απόντες, αφήνοντας τη μουσική να έχει τον κυρίαρχο ρόλο. Αυτή είναι ιδιαίτερα χαραγμένη στον κόσμο, λόγω του συναισθηματισμού που εμπεριέχει η κύρια μελωδία, η οποία είναι εμπνευσμένη από ένα θέμα στο Rondo σε Ντο για Βιολί και Ορχήστρα του Mozart. Θεωρείται επίσης ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια για τάνκγο, κάτι το οποίο είναι και φυσικό κατά μια έννοια, αφού γεννήθηκε τη χρυσή εποχή της άνθησης του αργεντίνικου τάνγκο. Να σημειωθεί ότι παρόλο που το κομμάτι θεωρείται μια επιτυχία της εποχής οι δημιουργοί δεν έζησαν να τη χαρούν, καθότι δυστυχώς απεβίωσαν σε αεροπορικό δυστύχημα στις 24 Ιουνίου το 1935.
Αφήνοντας στην άκρη τώρα τα ιστορικά στοιχεία του κομματιού, θα πρέπει να εξετάσουμε, γιατί αυτό ξεχωρίζει σε σχέση με τόσα άλλα κομμάτια που έχουν χρησιμοποιηθεί σε ταινίες. Προφανώς, το να υπαινιχθούμε ότι το κομμάτι ήταν η αιτία που κάθε μία από αυτές τις ταινίες έγιναν διάσημες, θα ήταν σαν να υπονομεύουμε το ρόλο και το όραμα των αντίστοιχων σκηνοθετών, για κάθε μία από τις ταινίες αυτές. Αυτό που θα δούμε όμως, είναι το πως μία σκηνή έχοντας αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι σαν πλαίσιο, όχι μόνο αναβαθμίζεται, αλλά και με εκλεπτυσμένο τρόπο μας βάζει σε μία συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση. Παίζει με τις προσδοκίες μας και μας μεταφέρει τόσο σε ένα άλλο μέρος, όσο και σε άλλα «παπούτσια».
Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας το 1992 με το Scent of a Woman (Άρωμα Γυναίκας), η ταινία που έδωσε στον Al Pacino το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο. Η ταινία αυτή του Martin Brest αποτελεί διασκευή της αντίστοιχης Ιταλικής ταινίας του 1974 Profumo di donna σε σκηνοθεσία Dino Risi. Η ταινία πραγματεύεται τη σχέση ενός φοιτητή, του Charlie (Chris O’Donnel), ο οποίος καλείται να δουλέψει ως προστάτης του τυφλού πρώην στρατιωτικού Frank (Al Pacino) για το σαββατοκύριακο των Αγίων Πάντων (Thanksgiving weekend). Τούτο συμβαίνει μετά από ανησυχία της ανιψιάς του Frank και με σκοπό να μπορεί να καλύψει κάποια βασικά έξοδα ο Charlie. Η σκηνή, στην οποία το κομμάτι εμφανίζεται, είναι γνωστή ως η σκηνή του τάνγκο, όπου ο πρωταγωνιστής που είναι τυφλός ζητά από μία μικρότερη σε ηλικία κοπέλα να χορέψουν. Αυτή είναι διστακτική αρχικά, αλλά πείθεται από τη γοητεία και το λέγειν του Frank. Το κομμάτι καταφέρνει να περιβάλει με όμορφο τρόπο τον χαρακτήρα του ήρωα και προοικονομεί τα βασικά χαρακτηριστικά που θα παρουσιάσει στην υπόλοιπη ταινία. Η επιλογή του είναι έξυπνη, καθώς πάνω σε αυτό αποτυπώνεται η ηλικιακή διαφορά του ζευγαριού, αλλά και ο εκλεπτυσμός που πηγάζει από τον Frank, ο οποίος είναι «άντρας μιας άλλης εποχής». Η avant garde αισθητική που δημιουργείται σε συνδυασμό με τη γοητευτική ερμηνεία του ηθοποιού μας, λειτουργεί τόσο στο επίπεδο της ιστορίας (πρώην στρατιωτικός που έχασε την όραση του) και μας δίνει μια πρώτη ιδέα για την εμμονή του με τη ζωή που δεν θα μπορεί να έχει λόγω της αναπηρίας του, όσο και της αυτοκαταστροφικότητας του. Η ζωή του δεν έχει για τον ίδιο αξία, εάν ο ίδιος δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή που θέλει . Αλλά κάνει αυτό που θέλει, δίχως να ενδιαφέρεται για τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις του πάνω στον εαυτό του.
Στον αντίποδα θα μελετήσουμε για μια άλλη σκηνή τάνγκο, η οποία εμπεριέχει σε μια τελείως διαφορετική ψυχική κατάσταση. Το True Lies (1994) του James Cameron μιλάει για έναν πράκτορα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, Harry Tasker (Arlond Schwarzenegger), ο οποίος παραμελεί τη γυναίκα του Helen (Jamie Lee Curtis) και υποψιάζεται ότι αναζητά κάτι καινούργιο. Τρομοκράτες την απαγάγουν και είναι στο χέρι του ήρωα το να σώσει αυτήν, το γάμο του και τον κόσμο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι περνάμε σε ένα τελείως διαφορετικό είδος, πιο ανάλαφρο, που καταλήγει σε μια σκηνή τάνγκο πριν πέσει η αυλαία της ταινίας. H ομορφιά αυτής της σκηνής έγκειται στην αυθεντικότητα της. Με το ζευγάρι στο τέλος να έχει αποκαταστήσει το γάμο του και τους δύο πλέον να δουλεύουν σαν πράκτορες, η σκηνή μας βρίσκει σε ένα γκαλά όπου και οι δύο αποφασίζουν να παραμελήσουν τη δουλειά τους για την απόλαυση ενός χορού. Εδώ το κομμάτι παίζει το ρόλο του θριαμβευτικού κλεισίματος για δύο ήρωες που συνειδητοποιούν τον έρωτα τους και απολαμβάνουν τη στιγμή. Δύο ήρωες τους οποίους το κοινό θέλει να δει μαζί. Εδώ, χρησιμοποιείται η μουσική του κομματιού για το ύφος το οποίο πρεσβεύει. Αυτό της μεγαλειότητας. Άρα σε μία ταινία όπου οι εκρήξεις και οι προδοσίες λαμβάνουν χώρα, τι πιο ταιριαστό από το να τελειώσει το ίδιο διθυραμβικά.
Περνάμε τώρα στην τρίτη και τελευταία ταινία μας, το Schindler’s List (H λίστα του Σίντλερ, 1993) σκηνοθετημένη από τον Steven Spielberg. H ταινία διηγείται την πραγματική ιστορία του Schindler (Liam Neeson), ο οποίος κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου κατάφερε και έσωσε με την επιρροή του τουλάχιστον 1200 Εβραίους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ταινία θεωρείται ένα από τα ορόσημα του κινηματογράφου διεκδικώντας 12 όσκαρ και κερδίζοντας τα 7 από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των: καλύτερης ταινίας και καλύτερου original score. Αυτό που αφορά εμάς όμως είναι η χρήση του Por una cabeza μέσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Ο ήρωας της ταινίας μας παρουσιάζεται με το που ξεκινά το κομμάτι, αρχικά σπίτι του να ετοιμάζεται για την έξοδο του και το ίδιο κομμάτι ανεβαίνει σε ένταση και κορυφώνεται κατά την είσοδο του στο μαγαζί νυχτερινής διασκέδασης στο οποίο εισέρχεται και παράλληλα αποτελεί και κέντρο που συχνάζουν τα γερμανικά SS. Εδώ το κομμάτι μας παρουσιάζεται στην εποχή του. Μια εποχή που σηματοδοτεί την αρχή ενός δευτέρου παγκοσμίου και μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο, όπου το μυαλό του, η ευφράδεια του και οι πράξεις του, τον οδηγούν μπροστά. Στην αρχή ο Schindler δεν είναι ο ήρωας που περιμένουμε να γίνει. Οι γνωριμίες του, του κλείνουν ευνοϊκές συμφωνίες και ο καλύτερος του φίλος είναι ο Itzhak Stern (Ben Kingsley) Εβραίος με πολωνικές-ισραηλινές ρίζες, τον βοηθάει να βρει φτηνά εργατικά χέρια. Στη σκηνή όμως όπου παίζεται το κομμάτι αντιλαμβανόμαστε μία κοινωνία κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και βλέπουμε έναν χαρακτήρα ο οποίος ενσωματώνει όλα αυτά τα οποία θα τον κάνουν τον ήρωα και ευεργέτη για όλες τις ψυχές που έσωσε. Ο θεατής μπαίνει στη θέση κάποιου που θα ζούσε σε αυτήν την εποχή και ο ρομαντισμός που αποπνέει το κομμάτι έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη πραγματικότητα.
Κατανοούμε λοιπόν πως ένα κομμάτι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προετοιμάσει συναισθηματικά το κοινό, προκειμένου το τελευταίο να είναι έτοιμο να δεχθεί τα κεντρικά μηνύματα των ταινιών. Την αυτοκαταστροφικότητα και την αίσθηση του ξεπερασμένου στο Άρωμα Γυναίκας, την κορύφωση και το τέλος που όλοι προσμένουν στο True Lies και την ενσωμάτωση σε μία εποχή στα πρόθυρα του πολέμου στη Λίστα του Σίντλερ και την εισαγωγή του ίδιου και των χαρακτηριστικών που των διέπουν. Αυτό επιτυγχάνεται επίσης λόγω του ότι το ίδιο το κομμάτι έχει επίπεδα στη σύνθεση του. Μπορεί να ακουστεί ευχάριστα αλλά εμπεριέχει κίνηση και ρυθμό στοχευμένα προς την ένταση και τον ερωτισμό. Προφανώς δεν είναι το μόνο και δεν χρειάζεται όλα τα κομμάτια να έχουν τον ίδιο χαρακτήρα για να ενταχθούν σε ταινίες. Όμορφα παραδείγματα αποτελούν τα Bella Ciao (ιταλικό αντιφασιστικό κομμάτι της ιταλικής αντίστασης του δευτέρου παγκοσμίου), We’re not gonna take it (Τwisted Sister), Nocturne No. 2 in E-flat major Op. 9 No. 2 (Chopin), τραγούδια διαφόρων ειδών και αισθητικής που όμως έχουν κάνει και αυτά το επιτυχημένο ντεμπούτο τους σε ταινίες ή σειρές και αποτελούν άξια κειμένων και συζήτησης.

Κείμενο: Γιάννης Σαρρής (Lavart)

 

Πηγές φωτογραφιών: 1234, 5

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr