Search
Close this search box.

Ο Ζαν Ζενέ φεύγει από τη ζωή σαν σήμερα το 1986

Ο υμνητής των «παρανόμων»

zene-thumb-large[dropcap size=big]Α[/dropcap]νατρεπτικός και απροσάρμοστος γόνος του γαλλικού κράτους. «Νόμιμος» παραβάτης που διχάζει κατά τη διάρκεια της ζωής του την κοινή γνώμη. Αμφιλεγόμενο πνεύμα που δε διστάζει να υμνεί ό,τι αντιτάσσεται στις κοινωνικές συμβάσεις. Όλα αυτά ως μια σύντομη προσπάθεια σκιαγράφησης του θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου Ζαν Ζενέ.

Η ιδιάζουσα αυτή προσωπικότητα γεννιέται το 1910 και εγκαταλείπεται λίγους μήνες μετά από τη μητέρα του. Από μικρός παρουσιάζει δείγματα παραβατικότητας, ενώ από την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων έρχεται σε επαφή με τον χώρο του αναμορφωτηρίου. Αποφασίζει να καταταχθεί στον στρατό, μια κίνηση που εκλαμβάνεται από κάποιους ως προσπάθεια να ξεφύγει από τα νοσηρά του πάθη και το παρελθόν του στα ιδρύματα. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, όμως, ο ίδιος δηλώνει: «Κατατάχθηκα στον στρατό για πέντε χρόνια έτσι ώστε να πάρω το ποσόν της κατάταξης. Ύστερα από μερικές ημέρες λιποτάκτησα παίρνοντας μαζί μου βαλίτσες που ανήκαν σε μαύρους αξιωματικούς». Έτσι ξεκινά την περιπλάνηση του σε Ευρώπη και Αμερική. Στα ταξίδια του, μεταξύ άλλων, γνωρίζει και το γερμανικό κράτος, το οποίο χαρακτηρίζει ως «οργανωμένο στρατόπεδο με λωποδύτες». Οι σχέσεις του με το «έθνος κλεφτών», όπως το αποκαλεί, σχολιάζονται ιδιαιτέρως, καθώς, αν και αρκετά ελεύθερο πνεύμα, δε φαίνεται να απορρίπτει στα νεανικά του χρόνια τα φασιστικά ιδεώδη της Γερμανίας του Χίτλερ.

Το «δαιμόνιο» που κατατρώγει την ύπαρξη του δεν του επιτρέπει να αντιταχθεί στην εγκληματική του φύση. Από το 1934 και για επτά χρόνια δικάζεται συχνά για την παραβατική του συμπεριφορά και έρχεται σε επαφή με τον κόσμο της φυλακής, τον οποίο παρατηρεί και συνεπαρμένος απ’ αυτόν αναφέρει: «Βλέπω στους κλέφτες, στους προδότες, στους δολοφόνους, στους απόκληρους και στους μάγκες μια βαθιά ομορφιά, μια υπόγεια ομορφιά». Κυριευμένος απ’ αυτή την υπόγεια ομορφιά εμπνέεται το 1942 και δημιουργεί το μυθιστόρημά του «Παναγία των λουλουδιών». Τη δημοσίευση του έργου αναλαμβάνει να προωθήσει ο Ζαν Κοκτώ, ο οποίος μέσω κοινών γνωστών έρχεται σε επαφή με τον Ζενέ.

zan-zene1[dropcap size=big]Τ[/dropcap]η δεκαετία του 1940 ολοκληρώνει και άλλα τέσσερα λογοτεχνικά έργα του «Το θαύμα του ρόδου», «Το ημερολόγιο του κλέφτη», «Ο καβγατζής της Βρέστης» και «Οι επιτάφιες σπονδές». Ασχολείται με την ποίηση ως εναλλακτικός τρόπος έκφρασης του ανήσυχου πνεύματός του και καταπιάνεται με θέματα όπως η εγκληματικότητα, η ομοφυλοφιλία, ο έρωτας, τα πάθη, η πορνεία. Το 1947 γράφει το θεατρικό του έργο «Δούλες», με το οποίο γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό, και ξεκινά το ταξίδι του στις ευρωπαϊκές θεατρικές σκηνές. Οι «Δούλες» ανεβαίνουν στο Παρίσι από τον Λουί Ζουβέ. Την παράσταση ακολούθησε μια σειρά αντιδράσεων, όμως, το κοινό τη δέχθηκε εν τέλει με ενθουσιασμό. Το έργο έχει ως βάση του ένα πραγματικό έγκλημα, όταν το 1933 οι αδελφές Παπέν, υπηρέτριες σ’ ένα αστικό σπίτι σκοτώνουν την Κυρία του σπιτιού και την κόρη της. Ο Ζενέ δίνει έτσι τον λόγο σε προσωπικότητες παραβατικές, οι οποίες εγκληματούν υπερασπιζόμενες το «κακό». Ένα «κακό» που αντιπροσωπεύει το δίκαιο των μειονοτήτων και αντικατοπτρίζει την ταξική πάλη, δομικό στοιχείο των εκάστοτε κοινωνιών. Στο ίδιο πλαίσιο δημιουργεί και τους χαρακτήρες των επόμενων θεατρικών του έργων «Υψηλή επιτήρηση», «Το Μπαλκόνι», «Το Παραβάν», «Οι Νέγροι», «Εκείνη». Αντιήρωες που βιώνουν την απομόνωση του περιθωρίου, ένα περιθώριο, όμως, ζωτικό γι’ αυτούς, η διασφάλιση του οποίου αποτελεί αυτοσκοπό. Δε διστάζουν, μάλιστα, να θυσιάσουν κάθε αξία του «καλού» για την επίτευξή του.

Η φυσιογνωμία του Ζενέ ιντριγκάρει τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, και οι δυο τους αλληλεπιδρούν σε τέτοιο βαθμό μεταξύ τους, ώστε επαναπροσδιορίζουν τις προσωπικές τους αντιλήψεις. Τρανό παράδειγμα η θέση του Σαρτρ, ο οποίος πιθανότατα επηρεάζεται από τη συγγραφική πένα και τις ιδέες του Ζενέ και διατυπώνει τη θέση ότι δουλειά του λογοτέχνη είναι να αποκαλύπτει την αδικία που προκαλείται στους «κάτω» και να δημιουργεί ενοχή στους «πάνω».Το 1947 μάλιστα, Γάλλος φιλόσοφος και κριτικός πρωτοστατεί στις κινήσεις που διεξάγονται από διανοούμενους προκειμένου να γλιτώσει ο Ζενέ τη θανατική ποινή. Ο Σαρτρ επισφραγίζει τη γοητεία που του άσκησε ο Ζενέ συγγράφοντας μια βιογραφία του με τίτλο «Άγιος Ζενέ: Κωμωδός και μάρτυρας».

Ο ανήσυχος δημιουργός δεν απασχολεί μόνο όσον αφορά τη σχέση του με το νόμο, αλλά δέχεται επικρίσεις και για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Ο ίδιος δεν κρύβει ποτέ τις επιλογές του ούτε φοβάται ν’ αναμετρηθεί με τις συμβάσεις της κοινωνίας αδιαφορώντας για την κοινή γνώμη. Η προσωπική του ζωή αποτελεί γι’ αυτόν έναυσμα για συγγραφή. Το έργο του «Σχοινοβάτης» αποτελεί απόδειξη των παραπάνω, καθώς γράφεται ως κατακλείδα της σχέσης του με τον ακροβάτη Αμπντάλα Μπεντάγκα. Σχέση που σημαδεύει τις ζωές και των δύο, οδηγεί τον Μπεντάγκα στην αυτοκτονία και βυθίζει τον Ζενέ στη θλίψη.

14schulz_slide.4[dropcap size=big]Τ[/dropcap]η δεκαετία του ’60 ο συγγραφέας αποφασίζει ν’ ασχοληθεί εντατικά με την πολιτική και στρατεύεται στο πλευρό των Μαύρων Πανθήρων, ενός ριζοσπαστικού κινήματος Αφροαμερικανών που δρα στις ΗΠΑ. Επιπλέον, ασκεί έντονη κριτική στη Γαλλική πολιτεία καταγγέλοντας τον ηθικισμό που σκεπάζει την κοινωνία, την ομοφοβία, το ρατσισμό, την αστυνομική βία, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τα χρόνια που ακολουθούν ο Ζενέ έλκεται από τον αγώνα των Παλαιστινίων εναντίον του ισραηλιτικού κράτους. Ταξιδεύει στην Ιορδανία και ζει από κοντά την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί εκεί.

Η τελευταία σελίδα της πολυτάραχης ζωής του γράφεται τη νύχτα της 14ης προς 15ης Απριλίου του 1986 στο Παρίσι. Αν και καρκινοπαθής, ο Ζενέ πεθαίνει κατόπιν τυχαίας πτώσης απ’ το κρεβάτι του. Η ταφή του γίνεται στην πόλη Λαράς του Μαρόκου. Το Μαρόκο είχε επιλέξει ο ίδιος ως «πατρίδα» του και ύστατο τόπο της περιπλάνησης του, εντυπωσιασμένος από την αγάπη που εξέλαβε εκεί.

Είκοσι εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του, τόσο τα λογοτεχνικά όσο και τα θεατρικά του έργα εξακολουθούν να διαβάζονται και να ανεβαίνουν στις θεατρικές σκηνές αντίστοιχα, συνεχίζοντας μια προσπάθεια δικαίωσης των ηρώων του και των ανθρώπινων παθών γενικότερα. Απόδειξη της οξυδέρκειας και του αισθητήριου του Ζενέ αποτελεί αυτή ακριβώς η καθολική ισχύ τόσο των προσωπικοτήτων όσο και των καταστάσεων των έργων του.

Τον περασμένο Μάρτιο το Εθνικό Θέατρο ανέβασε τις «Δούλες» του Ζενέ σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και σκηνοθεσία του Μπρους Μάγιερς. Ο Μάγιερς φτάνει στην Ελλάδα για το συγκεκριμένο σκοπό και σε συνέντευξη που παραχωρεί δηλώνει για την καλλιτεχνική επαφή του με τον Ζενέ: «Όταν μου ζητήθηκε να σκηνοθετήσω ανακάλυψα την ευφυΐα, τον ποιητικό του λόγο, όλα τα προτερήματά του ως συγγραφέα. Είχε φυλακιστεί σε πολύ νεαρή ηλικία ως κλέφτης και αντί να καθίσει στη φυλακή να γράφει επιστολές για την αθωότητά του έγραψε τέσσερις υπέροχες νουβέλες… Η εικόνα του να κάθεται στη φυλακή και να γράφει είναι από μόνη της ποιητική και συγκινητική».

Πηγές: Εικόνα 1Εικόνα 2Εικόνα 3

Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr