Search
Close this search box.

Η Διάθλασις των παίδων – Μέρος 15ο – Από την άλλη πλευρά

You are currently viewing a placeholder content from Youtube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.

More Information

 Η Διάθλασις Των Παίδων 

Μέρος 15ο : Από την άλλη πλευρά

Μέσα από τα χέρια. Έτσι, και χωρίς καμία εξήγηση. Μουλάρωσα. Δεν θα κουνηθώ από την θέση μου. Μα, καταλαβαίνεις πως είναι; Τον έχασα μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Την μια στιγμή κοιτάω, ήτανε εκεί μέσα στην αγκαλιά μου. Την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί. Δέκα φορές ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Μάταια. Δεν τον ξαναείδα.

«Μαρία», άκουσα. «Μαρία, βγάλε αυτό το ρούχο. Είναι η πρώτη νύχτα του γάμου μας». «Κρυώνω, αφέντη». Λύνει ένα ζωνάρι αυτός και το πετάει καταγής. Δεύτερο ζωνάρι. Γκντάου. Καταγής. Ολόγυμνος Θεέ μου και Κύριε μου! «Μαριώ, μην στέκεις έτσι. Κοκάλωσες; Βγάλε το ρούχο σου». Έξω έκανε ψόφο. Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης. Το χέρι του αγροίκου μ’ έπιασε απ’ τον γιακά. Φωνάζω. «Τι ουρλιέσαι γυναίκα; Δεν είμαι εγώ ο άντρας σου; Με βέρα και στεφάνι;». Τι να του πω; Όχι δεν είσαι; Μου τραβάει το ρούχο απ’ το γιακά. Καταγής και αυτό. Πάνω στα δικά του. Ένας σωρός ρούχα. Και να ακούω την καρδιά μου να χορεύει μέσα στα σπλάχνα. Τραβάει και το πανί. Τα στήθια μου. Πρώτη φορά τα βλέπει άντρας. Ξεφυσάει αυτός. Γρυλίζει. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Σάλια. Παντού. Ανοίγω τα μάτια. Τα ρουθούνια του, λύκου λιμασμένου. Ο σωρός τα ρούχα. Γκντάου. Καταγής. Η καρδιά μου. Σπλάχνα. Τα βραχιόλια μου. Κρακατάου – κρακατάου. Πέρα – δώθε. «Κούνια – μπέλα, έπισι η κουπέλα». «Τι μουρμουράς Μαριώ;». Είμαι 11 χρονών και κάνω κούνια στη συκιά. Η μάνα με φωνάζει. Εγώ όλο και πιο ψηλά. Γελάω. Πέφτω από την κούνια. Στο κεφάλι μου σύκα ώριμα. Τα μαλλιά μου κολλάνε. Τσίπουρο τα μαλλάκια μου και πώς να τα ξεμπλέξω; Μεθυσμένο γυρνάω σπίτι. Κρακατάου – κρακατάου. Ρουθουνίζει ο αγροίκος. Τα πόδια μου ξυλιάσανε. Κρύο. Σταγόνες πάνω στο σεντόνι. Το γόνατό μου άνοιξε και αίμα αναβλύζει. «Χαντακωμένο!», φωνάζει η μάνα. Από πάνω μου στάζει το μέτωπό του. Ο ιδρώτας του σταγόνες μέσα στα μάτια μου. Τσούζει. Όλα τσούζουν. Όλα πονάνε. Όλα μυρίζουν. Κρα – κα – τα – ου. Κρα. Κ. Α. Πέφτει μου στο πλάι. Σκεπάζομαι. «Μην πλυθείς, γυναίκα. Άσε το να βλαστήσει».

Φτερνίζομαι. Κοίταξα απότομα τον ήλιο. Όταν το κάνω αυτό, φτερνίζομαι δύο απανωτές φορές. Το αγόρι μου, σωστός άντρας. 11 χρονών. Ανεβασμένος πάνω στη συκιά. Έρχεται μετά σε μένα μ’ ένα καλάθι γεμάτο. Τρώμε σύκα και γελάμε. Ο μικρός με δόντια κόκκινα με κοιτάει μες στα μάτια και γελάει. Τρώει και γελάει. Ξανθός είναι. Μύξες απ’ τα ρουθούνια του. Μασουλάει, γελάει και φτερνίζεται. Και ξανά απ’ την αρχή. Ο αφέντης μας άφησε χρόνους. Μονάχη με τον μικρό τα βγάζουμε πέρα όμως. Είναι καλό παιδί και δουλευτάρικο. Με προσέχει. Κοιτάμε τον ήλιο. Αψού! Αψού!

Μία μέρα σηκώνομαι. Πηγαίνω στην αυλή να βρω τον μικρό. Πουθενά αυτός. Μην τον είδατε; Ρωτάω απέναντι. Στην εκκλησία, μου λένε. «Το παιδί είναι ταμένο». Λέει, ο παπάς. «Δεν έχει πατέρα κι έτσι πατέρας του είναι ο Κύριος. Θα υπηρετήσει τον Θεό μας. Ξέχνα τον». Τι λέτε αρέ! Ουρλιέμαι. Φωνάζω και κλαίω. Ο παπάς με διώχνει. Ο μικρός με κοιτάει. Κλαίει κι αυτός. Με χτυπούν. Ταμένο; Από πότε; Μπορώ και χωρίς αφέντη. Θα τον κάνω χρήσιμο και γενναίο. «Γυναίκα θα τον κάνεις αν μείνει μαζί σου. Κοκκινάδι έβαζε στο στόμα, απ’ την παπαρούνα, όταν ήρθαμε». Ας γένει και γυναίκα. Χτύπημα. Ας γένει. Κι άλλο. Ας. Πήχτρα σκοτάδι μαύρο. Την Τρίτη μέρα που πήγα να τον δω, με κοίταζε σαν ξένη.

Τον κρατάω στα χέρια μου. Τον έχω στην αγκαλιά μου. Αίματα. Πουτί αρέ, δε θέλτσατι θκόμ να τουν ιέχου; Πουτί αρέ, μι τουν πίρατε απναγκαλιάμ’; Πουτί αρέ, μαφίντι να ουρλιέμαι μες στουν κάμπου; Τουν άφκιτι να παϊέν’ να κάν’ τουν καμπόσου; Μκρο πιδί; Απού ίξιρι αυτός να λέει τς θκές σας ιξιπνάδες; Παραμύθια για τς αλαφροΐσκιωτοι; Το παιδί μου εμένα είναι σαν όλα τα άλλα τα παιδιά. Σουφρώνει σύκα και τα τρώει αντάμα με την μάνα του. Πέφτει από την κούνια. Ματώνει τα γόνατά του. Δεν ξέρει να λέει: «Εγώ ειμί…» Σκαλίζει τη θράκα και ψήνει πατάτες. Με το τυρί μέσα βαλμένο. Γελάει, τρώει και φτερνίζεται. Όλα μαζί. Κάνει πυρετό και βήχει τις νύχτες. Τον κρατάω, είναι μέσα στα αίματα. Πέθανε το παιδί. 11 χρονών, ούτε καν 33. Τι θα πει κάνατε λάθος; Δεν ήτανε Αυτός; Και που είναι Αυτός; Ποιος είναι Αυτός; Αυτός είναι το παιδί μου. Και το Παιδί μου είναι Αυτός. Τον βάλατε να μάθει απ’ έξω λόγια που δεν ήτανε δικά του. Και τώρα μου τον φάγανε.

«Κάνε θαύμα ρε! Αφού είσαι ο υιός Του!», και μου το μαχαιρώσανε το παιδί οι αλήτες.

Με σταυρωμένα τα χέρια θα μείνω εδώ και θα περιμένω να πεθάνω. Αφού δεν σταυρώθηκε κανείς για τον μικρό μου φέτο, τα χέρια μου θα αποτελειώσουνε μία δουλειά χαμένη. Σταυρωμένα τα χέρια μου. Ωδή στην απραξία. Αν διψάσω χριστιανοί, φέρτε μου σε μπαμπάκι, λίγο νεράκι απ’ την πηγή που τον ξεγέννησα μονάχη. Νομίζανε για εύκολη δουλειά, τα Θεία γεννητούρια. Επειδή όλα τα μάθανε με την σειρά, απ’ έξω, εύκολα θαρρήσανε πως ήτανε για μένα όλα. Η γέννηση, ο Ναός, οι ομιλίες. Ακολουθούν τα Θαύματα και τα Θεία Πάθη. Η Σταύρωση επίσης. Θα αναστηθεί σου λέει μετά και όλοι θα χαρούνε. Ορίστε μας. Που είναι ο μικρός μου; Καμία αποστήθιση για τα δικά μου πάθη. Σαν να μην έχει γίνει τίποτα ποτέ στην ασήμαντη ζωή μου.

Διαβάστε το 14ο αλλά και τα υπόλοιπα μέρη της νουβέλας εδώ.

Κείμενο: Θωμάς Βελισσάρης (Lavart)

Φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr