«Ένας ποιητής» γράφει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και εννοεί τον… έναν ποιητή, Κ. Π. Καβάφη
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λογοτέχνης και δημοσιογράφος στο επάγγελμα, το 1903 εργαζόταν ως αρθρογράφος και μελετητής στο πολιτιστικό περιοδικό «Παναθήναια». Ταυτόχρονα εξέδιδε τα διηγήματά του και συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής όπως με τα «Ραμπαγάς», «Εβδομάς», «Εικονογραφημένη Εστία», «Καθημερινή», και κυρίως με το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων» με το οποίο συνεργάστηκε για 50 χρόνια.
Στις 30 Νοεμβρίου 1903, στο τεύχος 76 του περιοδικού «Παναθήναια» δημοσιεύει ένα εκτενέστατο άρθρο με τίτλο «Ένας ποιητής». Το άρθρο βρίσκεται στην πρώτη σελίδα και αποτελεί ένα μανιφέστο για τον αφανή και άγνωστο ακόμα ποιητή, Κωνσταντίνο Καβάφη, το οποίο και τον καθιερώνει στο ευρύ κοινό. Ο Ξενόπουλος περιγράφει την πρώτη του επαφή με τον «Αλεξανδρινό», τον ενθουσιασμό του για το έργο του ενώ αναλύει και μερικά από τα πιο διάσημα ποιήματά του.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο:
«Παναθήναια» 30 Νοεμβρίου 1903, τ.76
«Ένας Ποιητής»
«Δέησις»
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.
«Θερμοπύλες»
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.
«Διακοπή»
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν. Aλλά
πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.
«Κεριά»
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν
Ομολογώ ότι το ποίημα αυτό άσκησε πάνω μου ένα είδος παράδοξης υποβολής. Μολονότι στην αρχή – και στο τέλος ακόμη – η εικόνα δεν μου φάνηκε τελείως ευτυχής, δεν ξέρω πώς τα κεριά αυτά κατόρθωσαν να ζωντανέψουν στη φαντασία μου, και τώρα, όσες φορές κοιτάξω εμπρός μου ή γυρίσω πίσω μου, είναι αδύνατον να μη δω με τα μάτια της ψυχής τη φωτεινή αυτή γραμμή των αναμμένων κεριών και τη θλιβερή – πόσο θλιβερή, αλίμονο! – των σβησμένων… Ίσως η μαγγανεία αυτή οφείλεται στο θρήνο των τριών τελευταίων στίχων, στην οδυνηρή απήχηση των λέξεων, οι οποίες εξέρχονται, νομίζεις, βιαστικές, για να προφθάσουν, να μη διακοπούν από λυγμούς… Αλλ’ εκείνο που με συγκλόνισε περισσότερο από κάθε άλλο και μου έκανε εντύπωση καταπληκτική και το αποστήθισα χωρίς να το θέλω και το ψιθυρίζω ως βαυκάλημα στις αγρυπνίες του πόνου μου, και βρίσκω μέσα σ’ αυτό τη θλιμμένη ψυχή μου, τη σπαραγμένη ζωή μου, είναι το απελπιστικό, το μοιραίο αυτό ποίημα, που επιγράφεται:
«Τείχη»
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
«Τα Παράθυρα»
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νά ‘βρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θά ‘ναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τά ‘βρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θά ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
«Che fece …. il gran rifiuto»
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του
«Το πρώτο σκαλί»
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Ειπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
Γρηγόριος Ξενόπουλος ~ 30 Νοεμβρίου 1903 ~ «Παναθήναια»
Διαβάστε το κείμενο στην αρχική μορφή του εδώ.
Διαβάστε επίσης:
Τα χειρόγραφα του Καβάφη, ψηφιοποιημένα και δωρεάν για όλους
Κείμενο: Θεοδωρίδου Ελένη (Lavart)