Search
Close this search box.

Δ όπως… Δημητριάδης, Δημήτρης

[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ο[/dropcap] χαρακτηρισμός «ανήσυχη καλλιτεχνική φύση» είναι σίγουρα ελλιπής για να προσδιορίσει την πολύπλευρη προσωπικότητα του θεατρικού συγγραφέα, ποιητή και πεζογράφου Δημήτρη Δημητριάδη. Ο ιδιαίτερος αυτός δημιουργός γεννιέται στη Θεσσαλονίκη το 1944, όπου ζει μέχρι σήμερα. Λίγο μετά την ενηλικίωση του, εγκαταλείπει προσωρινά την πόλη του ταξιδεύοντας στις Βρυξέλλες, προκειμένου να σπουδάσει με υποτροφία του βελγικού κράτους, θέατρο και κινηματογράφο στο Εθνικό Ινστιτούτο Τεχνών Θεάματος (INSAS). Εκεί, το 1966, γράφει το πρώτο του θεατρικό έργο «Η τιμή της ανταρσίας στη μαύρη αγορά», το οποίο δύο χρόνια αργότερα ανεβαίνει στο θέατρο Théâtre de la Commune d’Aubervilliers του Παρισιού από τον Γάλλο σκηνοθέτη Πατρίς Σερό. Γίνεται γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στο γαλλικό θεατρικό κοινό, από το οποίο θα τιμηθεί μάλιστα το 2010, με την αναγόρευση του σε Σύγχρονο Ευρωπαίο Συγγραφέα της Χρονιάς, στο παρισινό θέατρο Odeon.

Το 1983 δημοσιεύεται το θεατρικό του έργο «Η Νέα Εκκλησία τού Αίματος». Ακολουθούν κι άλλες σπουδαίες συνθέσεις, όπως: «Το Ύψωμα» (1991), «Η Άγνωστη Αρμονία του Άλλου Αιώνα» (1993), «Η Αρχή της Ζωής» (1995), «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» (2000) «Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι» (2002), «Διαδικασίες Διακανονισμού Διαφορών» (2003), «Οδυσσέας» (2003), «Ιθάκη» (2004), «Ο κυκλισμός τού τετραγώνου» (2006), «Όμηρος» (2006), «Ιnsenso» (2007), «Χρύσιππος» (2008), «Το άγγιγμα του βυθού» (2008), «O Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας» (2009), «Τόκος» (2009) .

[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Π[/dropcap]αράλληλα με τη συγγραφή των θεατρικών του κειμένων, η ανήσυχη πένα του επιδίδεται στη γραφή ποιημάτων και πεζογραφημάτων, καθώς ασχολείται επαγγελματικά και με τις μεταφράσεις έργων σπουδαίων δημιουργών. Σημείο αναφοράς της λογοτεχνικής του δημιουργίας γίνεται το πρώτο του πεζογράφημα με τον τίτλο «Πεθαίνω σαν χώρα», το οποίο εκδίδεται το 1978. Το πεζογράφημα δομείται γύρω από την οπτική μιας χώρας που χάνει το όνομα της και κάθε αυτοπροσδιορισμό μέσα από τον εσωτερικό της θάνατο, μιας χώρας που τριάντα εφτά χρόνια μετά μοιάζει με την Ελλάδα του σήμερα, όπως φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα:

«Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη μ’ έναν πυρετώδη ρυθμό αλληλουχίας αποτυχιών, εγκλημάτων κι αναρίθμητων μορφών ανικανότητας, που έφτανε στα όρια της πνευματικής παραλυσίας, φρενιασμένοι οπαδοί πεθαμένων πολιτικών αρχηγών τούς έβγαλαν από τους τάφους τους και κρατώντας τους ψηλά μέσα στα λασπωμένα φέρετρά τους, τους περιέφεραν στους δρόμους ζητώντας με εξτρεμιστικά συνθήματα την επαναφορά τους στην ενεργό πολιτική, γιατί υποστήριζαν πως μόνο αυτοί θα γλίτωναν τη χώρα από την ολοκληρωτική της εξαφάνιση (…) φανατισμένοι λόγιοι έβγαιναν στα μπαλκόνια τους και παρακινούσαν τα σαστισμένα πλήθη ν’ απαρνηθούν τη ζωή, να τρέφονται μόνο με ρίζες και να αναπαράγονται πλαγιάζοντας με ακρωτηριασμένα αγάλματα, μέσα σε μια συναισθηματική κι ιδεολογική παράκρουση όμοια μ’ εκείνων που προσπαθούσαν να επέμβουν στην καυτή πραγματικότητα για να την αλλάξουν ριζικά, εφαρμόζοντας πολιτικά προγράμματα που ήταν επινοήσεις άλλων εποχών…».

Κυρίαρχη είναι, σε όλο το συγγραφικό του έργο, η προσπάθεια απεικόνισης ενός λογοτεχνικού κόσμου στα όρια της πραγματικής ζωής, μέσα από τη φιλοσοφική ματιά ενός νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Ο ίδιος αναφερόμενος στη «ζωτική του ανάγκη» να συγγράφει, δηλώνει για τη σχέση του θεατρικού του κόσμου με την καθημερινότητα: «Προσπαθώ να φτάσω σε μια ποιητική μεταγραφή του πραγματικού. Είναι ένα φυσικό θέατρο. Μιλάει για την ανθρώπινη παρουσία ως κεντρικό παράγοντα με ό,τι σημαίνει αυτό. Αυτό είναι το κίνητρο που με οδηγεί σε θέματα φόρμας και γραφής πάνω σε ζητήματα τα οποία επανέρχονται διαρκώς. Η ταυτότητα, ο έρωτας, η θνησιμότητα,η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο, ο κόσμος, οι ανθρώπινες σχέσεις. Και όλο αυτό σε συνομιλία πάντα με την υπάρχουσα δημιουργία». Πηγή για πολλά έργα του αποτελεί το αρχαίο ελληνικό δράμα, από το οποίο δανείζεται χαρακτήρες, κι αφού προχωρήσει στην αποδόμησή τους, τους επαναπροσδιορίζει εκ νέου.

[dropcap style=”normal or inverse or boxed”]Ο[/dropcap] ιδιαίτερος τρόπος που προσεγγίζει θέματα της ανθρώπινης φύσης μέσα από την εναλλαγή λογικής και παρα-λόγου, με την έννοια της υπέρβασης του επίπλαστου λογικού και αποδεκτού, έκανε το ελληνικό θεατρικό κοινό να μη δεχτεί με την ίδια θέρμη όλα τα έργα του, όπως συνέβη με το έργο «Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή». Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Αμορέ από τον Χουβαρδά το 2000 και όπως θα πει ο συγγραφέας, το κοινό που παρακολούθησε την παράσταση ήταν ελάχιστο. Δεν έλαβε όμως την ίδια αποδοχή το έργο από το γαλλικό κοινό.

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών τον Οκτώβριο του 2013 πραγματοποίησε ένα αφιέρωμα στον Δημήτρη Δημητριάδη, όπου δόθηκε η ευκαιρία στο ελληνικό θεατρόφιλο κόσμο ν’ αποκτήσει μια συνολική θεώρηση του έργου του. Σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά ανεβαίνει στα πλαίσια αυτού του αφιερώματος το έργο του Δημητριάδη «Ο κυκλισμός του τετραγώνου», ένα έργο αφιερωμένο σύμφωνα με τον συγγραφέα σ’ αυτούς που ζουν. Ο Μωβ, ένα από τα πρόσωπα του έργου, λέει: «Πάντα αναζητούμε αυτό που δεν υπάρχει. Δεν μας αρκεί το υπαρκτό. Αυτό είναι το λάθος μας, αναπόφευκτο όμως, είναι στη φύση μας… Έτσι χάνουμε τις ζωές μας, αλλά και δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να τις κερδίσουμε». Μέσα από τα παραπάνω λόγια του θεατρικού του δημιουργήματος, αποτυπώνει ο συγγραφέας τον προβληματισμό, που πρωταγωνιστεί σε όλα του τα έργα, γύρω από την ανθρώπινη φύση και τις δυνάμεις που κινούν αυτή, ώστε οι αντιδράσεις της ν’ αποκτούν καθολικότητα και να παραμένουν ίδιες μέσα στα χρόνια, αλλά με διαφορετικές μορφές εξαρτώμενες από το δίπολο ζωή- θάνατος.

Κείμενο: Μαρία Καρβούνη (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr