Τι λείπει μέσα στις μέρες των γιορτών; Τι είναι αυτό που ενώ οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα και το Άγιο Φως περνά από χέρι σε χέρι εξακολουθεί να λείπει;
Ανάμεσα στα οικογενειακά τραπέζια, τα μηνύματα ελπίδας και τις πομπές που διασχίζουν τους δρόμους , υπάρχει μια σιωπή πιο δυνατή από τος φως, εκείνη που μιλά για την εσωτερική Ανάσταση.
Οι ποιητές μας μέσα στην υπαρξιακή διαδρομή τους μίλησαν για τη Λαμπρή και προσπάθησαν να μας μιλήσουν για τη θυσία και το αληθινό φως που φέρουμε μέσα μας, με αφορμή τα έθιμα και τις γιορτές που αιώνες φώλιασαν στις παραδόσεις μας εμείς ακόμη στεκόμαστε δίπλα σε κάθε σκιά που δίνει νόημα στη ζωές μας.
(Διαβάστε τα ποιήματα παρακάτω)
«Ο μόνος δρόμος της ανάστασης είναι …» – Με τα λόγια του Καζαντζάκη
Κική Δημουλά – «Πάσχα στο φούρνο»
Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά.
Άνοιξα το φούρνο με θυμό τί φωνάζεις είπα
σε ακούνε οι καλεσμένοι.
Ο φούρνος σου δεν καίει, βέλαξε
κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική
χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας.
Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι.
Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος
το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα
η σφαγή.
Διονύσιος Σολωμός – «Η ημερα της Λαμπρης»
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσεΤης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από ’κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι, Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα. Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε∙
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε∙ Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε∙
Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι. Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι.
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες∙
Γλυκόφωνα κοιτώντας τες ζωγραφι- σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες∙
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι,
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες∙
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι. Βγαίνει, γιατί στα σωθικά του ανάφτει,
Και για πρώτο απαντά τον νεκροθάφτη. Κανείς δεν του μιλεί, και δεν του δίνει
Το φιλί το γλυκό που φέρνει ειρήνη. Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
Ν’ αγροικηθεί στης κόλασης τον πάτο.
Κωστής Παλαμάς – «Γιορτές» (απόσπασμα)
Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη, θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν «Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν, μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν. Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη. Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του, πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους, τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα. Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη: «Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..» Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες, ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα της εκκλησιάς…Κωστής Παλαμάς – «Το τροπαριο της Κασσιανης»
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλάπολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου! Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα. Οίστρος με σέρνει ακολασίας … Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει. Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου. Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν. Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω. Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε … Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε. Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.
Κώστας Βάρναλης – «Η μανα του Χριστου»
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει. Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει (ήταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ’ άλλα σου αδέλφια να σ’ είχα γεννήσει κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση! Ενα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι… και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι… νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ, το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι. Κι αμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι, με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι, (άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι. Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη, η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει, ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει. Κι ο κατόχρονος θάνατος θα ᾽φτανε μέλι και πολλή φύτρα θα ᾽φηνες τέκνα κι αγγόνια καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι, τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει. Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια, για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει… Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια, λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια. Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου, Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα, ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα: τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα. Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις! Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!) δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου! Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη… Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι, το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι. Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα, σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τι πες “Να με”! Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα! Κωστής Παλαμάς «Το Τραγουδι του Σταυρου» Κ’ έγυρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησεστο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου. Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου. Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στά πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες.
Δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ’ εσείς, τρεις Χώρες! Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν’ η άρπα για να ειπή τη νέα μεγαλωσύνη.
Του Σολομώντα σου ο ναός μ’ αντίκρυσε, και ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι. Κ’ ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ’ έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι. Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τον Παρθενώνα. Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ’ την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα. Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
ειν’ εδώ κάπου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει. Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ’ εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ’ ένα τραγούδι φέρνω σου·
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!
Κώστας Βάρναλης – «Μαγδαληνή»
κιι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές·
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα. Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα… Σκοτάδια είτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ’ αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ’ σε φορέματα φαρδιά-
απ’ του θριάμβου την κορφή μακριά βλεπα συντέλεια. Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά…
Ωραίος δεν είσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.
Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω. Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ·
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την εφτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λεφτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ’ ηδονή στον πόνον, -άξια γνώρα. Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι’ αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ’ ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια. Πράματα νέα δεν έλεγες κι’ ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι’ από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα χες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι όλα για σένα (κι άψυχα κι’ άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα – και για μένα! Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι’ αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ σουν άνθρωπος ! Κι’ εγώ θα σ’ αναστήσω!
Κώστας Βάρναλης – «Το πέρασμα σου»
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
Άγγελος Σικελιανός – «Στ᾽ Οσιου Λουκά το μοναστηρι»
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσεςγυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν! Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα “Xριστός Aνέστη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!” Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα! Kαι τότε – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι πού ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
– έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: “Mάτια μου… Bαγγέλη!” Kι ακόμα, – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!… Οδυσσέας Ελύτης ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ)Ασμάτιον
Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία
Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.
Άγγελος Σικελιανός – «Ο Ιησούς στη Βηθανία»
που ο φίλος του ειν’ ο Λάζαρος κ’ οι δυό του οι αδερφές, στο δώμα μέσα κάθεται το φτωχικό, την ώρα
που με τη δύση ανάβουνε οι άχνες βουνοκορφές … Στον κήπο ρεύει μυγδαλιά, ροδακινιά κι ανθίζει,
σε γλύκας πέπλο λούζονται τα πάντα, νυφικό,
κ’ ήρθ’ η Μαρία, κι αμίλητη στα πόδια του καθίζει, κ’ η Μάρθα ωστόσο γνοιάζεται με βιά τό σπιτικό. Κι όπως τρυγόνι, από μακρά, στα φουντωμένα μέρη
τού κήπου αν φτάσει και πυκνό διαλέξει το κλαδί, στου Θεού τοξότη ως να ‘στεκε το δάχτυλο, τ’ αγέρι
ξιπάζει ως σκώνει το λαμπρό λαιμό και κελαδεί— κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι, από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά. Της ευτυχίας, που νείρεται, δεν τη βαραίνει η έννοια, βαθιά ως ξανοίγει, δίπλα της, η ανθούσα αναπνοή
να την τυλίγει στη θαμπήν αχώ τήν ασημένια, σάμπως νερών που τρέχουνε, σά μελισσιώνε βοή . . . Μαζί της ο ήλιος, δουλευτής, στον κάμπο καθώς σκύβει, όλη τη χλόη φλογίζοντας με άχνη φεγγοβολή,
θεϊκό γιομίζει θησαυρό τ’ άχύρινο καλύβι,
τόν κήπο ντύνει ολόγυρα μ’ ατίμητη στολή. Στέκουν τα πάντα στη λαμπρή στιγμή σα μαγεμένα
μες στην αχτίδα χάνεται σάν άστρο ο κορνιαχτός· μεγάλα κι ολοφάνερα, τριγύρα της, στημένα
τά πλάσματα όλα, ως τα βλογά στό Λόγο του ο Χριστός. Σκεπή το νέφι γίνεται· λαός το κοπάδι· στύλος
το δέντρο το παράμερο στο μακρινό στρατί·
σα σκαλιστός στο μάρμαρο, μπρος στο κατώφλι, ο σκύλος που το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του κρατεί… Ακούει, και μέσα ο μυστικός αντίλαλος σταλάζει στά φρένα της αδιάκοπα το θάμπος του γοργά, από το χιόνι πιότερο λευκό κι απ’ το χαλάζι,
κι ως στην ψυχή της τρίσβαθα ν’ απλώνεται νογά, καθώς του κρίνου σαν σιγά ξετυλιχτούν τα θάμπη κι ακέριος στην παράδεισον αφήνετ’ ανοιχτός, απάνω του, κατάκορφα, διαμάντι η δρόσο λάμπει και στ’ άγιο το πετράδι της δε στέκει κορνιαχτός. “Ας τα ‘χει ή γης κι ο άνεμος, ας τα ‘χουν τα σκοτάδια” — στο βυθισμό τόν άχραντο κρυφομιλει η ψυχή —
«τα ώρια στολίδια τα χρυσά, του γάμου τα πετράδια,
του Λόγου Του σα μ’ έλουσεν η ευφραντική βροχή. »”Αγια ή ζωή· κι αν ένιωσα τριγύρα μου τά βρόχια,
τα ξόβεργα που ακοίμητος μας σταίνει ό πειρασμός,
στ’ άνθια περνά, στ’ άνθια κεντά, στ’ άνθια ανασαίνει ή φτώχεια, άνθια ό βαθιός τοϋ κόρφου μου ξανοίγει δροσισμός!»
Διαβάστε περισσότερες καταθέσεις από αγαπημένους λογοτέχνες:
- Οδυσσέας Ελύτης: «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι με τα μισόλογα τα σβησμένα»
- Τα γράμματα του Ρίλκε που μάς καθοδηγούν διαχρονικά: «Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι…είναι…»
- 11 σπουδαία αποφθέγματα του Τερζάκη: «Τι σχέση έχει με την αγάπη ο έρωτας; Η αγάπη είναι …»
- Καβάφης: «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με»
- Τα ερωτικά, τολμηρά και απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ
- Τι είναι ο έρωτας; 10 ποιήματα προσπαθούν να του δώσουν μορφή
- Η Μαλβίνα Κάραλη σε ένα ερωτικό απόσπασμα: «Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας..»
- Αποφθέγματα των αρχαίων Ελλήνων για τον έρωτα – Τι ήταν ο έρωτας για αυτούς;