Η Μεγάλη Εβδομάδα, στη γλώσσα της Κικής Δημουλά δεν είναι ένα θεολογικό ημερολόγιο με προσδιορισμένα θαύματα. Είναι ένα χρονικό της ασυνέπειας της πίστης του παρατεταμένου ερωτήματος, της βαθιάς απουσίας που δε δηλώνεται.
Μέσα από τους στίχους της, το θείο πάθος δε λειτουργεί ως συμβολική λύτρωση αλλά ως εκκρεμότητα υπαρξιακή. Μια υποχρέωση που δεν τελεσφορεί.
Η Δημουλά καταγράφει την πνευματική κόπωση, τη μοναξιά πίσω από τα έθιμα και την καθημερινή προδοσία μέσα από τα 5 ποιήματά της.
Η ποίησή της θρηνεί και σκέφτεται. Μέσα από αυτή την σκέψη ανασύρει μια άλλη ιερότητα, την ανθρώπινη, την ανεξομολόγητη, την ανομολόγητα τρυφερή.
(Διαβάστε τα ποιήματά της παρακάτω)
Κική Δημουλά: «Λυπάμαι τις νοικοκυρές έτσι που αγωνίζονται κάθε πρωί να διώχνουν…»
«Η απαρηγορία» – Μεγάλη Εβδομάδα
Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.
Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.
Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.
Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
δπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.
Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να ‘ρθεί
από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.
Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η άπαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.
Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.
Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.
Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.
Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.
Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.
Συλλογή: «Το λίγο του κόσμου» – εκδ. Ίκαρος
«Μεγάλη Πέμπτη» Υπαίθριος καιρός. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο. Φορτωμένες. Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες οι λιποψυχίες μας. Ατελής η ελαιογραφία. Να ξαναδοκιμάσω. Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά η αστραφτερή τού τοπίου αγνότητα. Φύσει καταδότρια η αθωότης. Αυτή δεν μας παρέδωσε για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια στην απώλειά της; Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι. Τη θάλασσα.
Συλλογή: «Ήχος Απομακρύνσεων» – εκδ. Ίκαρος
«Μεγάλη Πέμπτη» Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι για την Ανάστασή σου. Την πιστεύω αλλά με θλίβει όπως μάς θλίβουν γοερά και κάτι άλλα θαύματα που επαληθεύτηκαν αλλόκοτα: με το μη μένοντας κοντά μας όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.
Να αναστηθείς βεβαίως ποιος νεκρός δεν το θέλει ποιος υποψήφιος. Αλλά να έμενες κάτω, εδώ να μένεις ο πλησίον μας. Όσα μας έταξες το είδες δε γίνονται εκεί πάνω εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου. Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα πετρώδη ακανθόσπαρτη γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά ίνα άρεις –Συ είπας– όσα χάσαμε επ’ αυτής.
Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις μία βδομάδα εδώ και μιά στο πατρικό σου; Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς να επιβληθείς στη διανομή σου. Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά από εδώ εκεί από κει εδώ η ζωή και ο θάνατος. Όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν. Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια ορατούς λογαριασμούς ή σε αγγίζω Ιησού ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.
Συλλογή: «Χλόη θερμοκηπίου» – εκδ. Ίκαρος
«Συμβουλές της Μεγάλης Παρασκευής» Αδρανείς. Σε παρασύρει η φωτογραφία σου ότι το έχεις δίπορτο όποτε θέλεις είσαι τάχα εδώ κι όποτε θες κατέρχεσαι.
Σ’ εξαπατούν επίσης τα φουσκωμένα λόγια της ανοίξεως δήθεν ότι τα άνθη της συμπαρασύρουν σε ανάσταση κι άλλα εσταυρωμένα χώματα. Άκουσέ με, πάρε στα χέρια σου την κύλιση του λίθου.
Ας σπρώξει λίγο και το Μεγάλο Σάββατο γεροδεμένο είναι σήκωσε θεία κλοπή ασήκωτη και στα ουράνια μοναχό του την ανέβασε. Μόνο βιάσου γιατί όπου να ’ναι το θαύμα της διαψεύσεως τίθεται επί τάπητος ακάνθινο.
Συλλογή: «Χλόη θερμοκηπίου» – εκδ. Ίκαρος
«Μεγάλο Σάββατο» Ευχές κροτίδες και φιλήματα ανταλλάσσουν οι άγιες μέρες μεταξύ τους κι εγώ χτυπώ την πόρτα σου όχι για να εισέλθω μολονότι κατάλληλο είναι το σώμα που φορώ με προϋπηρεσία έντιμη μακρά έξωθεν του Νυμφώνος.
Βγες άφοβα. Όχι ανταπόκριση απόκριση ζητώ το φίλημα εκείνο που έριξες από το ύψος ευγενέστατης ευχής Καλή Ανάσταση και σφάχτηκε ο λαιμός με το γιακά μου ήταν από τα κέρματα που ρίχνουμε στο δίσκο τού εθίμου; ήταν στο τίμιο ξύλο μου αγκίδα περιγελαστική; ήταν μιά γενναιόδωρη έμπνευση πτωχής αδιαφορίας;
Σε ρωτώ γιατί δεν είδα ταμπελίτσα δεν είδα να αναγράφεται το μέγεθος και η σύνθεση της θέρμης ούτε και είδα τυπωμένη τη μάρκα των χειλιών σου πουθενά. Ανώνυμο τελείως λαθραίο δηλαδή το πώς να αισθανθώ.
Διαβάστε περισσότερα από αγαπημένους λογοτέχνες:
- Οδυσσέας Ελύτης: «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι με τα μισόλογα τα σβησμένα»
- Τα γράμματα του Ρίλκε που μάς καθοδηγούν διαχρονικά: «Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι…είναι…»
- 11 σπουδαία αποφθέγματα του Τερζάκη: «Τι σχέση έχει με την αγάπη ο έρωτας; Η αγάπη είναι …»
- Καβάφης: «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με»
- Τα ερωτικά, τολμηρά και απαγορευμένα ποιήματα του Μπωντλαίρ
- Τι είναι ο έρωτας; 10 ποιήματα προσπαθούν να του δώσουν μορφή
- Η Μαλβίνα Κάραλη σε ένα ερωτικό απόσπασμα: «Ακραία, απόλυτη βία ο έρωτας..»
- Αποφθέγματα των αρχαίων Ελλήνων για τον έρωτα – Τι ήταν ο έρωτας για αυτούς;