Οι αμφιβολίες γύρω από την ιστορική ύπαρξη του Διογένη του Κυνικού ξεπηδούν κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο διασώθηκαν οι ιστορίες του.
Δεν έχουμε καμία σύγχρονη γραπτή του μαρτυρία, καμιά πραγματεία με το όνομά του· ό,τι ξέρουμε προέρχεται από κείμενα που γράφτηκαν τρεις, τέσσερις ακόμη και έξι αιώνες αργότερα, κορυφαίο δείγμα ο Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος συνέλεξε ένα μωσαϊκό ανέκδοτων, άλλοτε φιλοσοφικών, άλλοτε καθαρά κωμικών.
Σε αυτό το χρονικό χάσμα προστίθεται η ίδια η φύση των διηγήσεων: ο Διογένης εμφανίζεται πάντοτε ως «σκηνή» για ένα διδακτικό στιγμιότυπο, ένα παράδοξο, μια φάρσα εναντίον των κοινωνικών συμβάσεων· κάθε επεισόδιο μοιάζει φτιαγμένο για να γίνεται χαριτωμένο απόσπασμα προφορικής παράδοσης, όχι συνεκτικό βιογραφικό ντοκουμέντο. Γι’ αυτό ορισμένοι μελετητές ή απλώς δύσπιστοι λάτρεις της αρχαιότητας- προτείνουν ότι έχουμε απέναντί μας έναν μύθο και όχι πραγματικό πρόσωπο. .
Δεύτερος πυλώνας της δυσπιστίας είναι η εσωτερική αντίφαση των πηγών. Για την εξορία του από τη Σινώπη, άλλοι γράφουν ότι νόθευσε μόνος του το νομισματοκοπείο, άλλοι πως το έκανε ο πατέρας του, άλλοι πως απλώς «παρεξήγησε» έναν χρησμό των Δελφών. Ακόμη και ο θάνατός του διασώζεται σε τέσσερις εντελώς διαφορετικές εκδοχές: ασφυξία, πυρετός, δάγκωμα σκύλου, χώνεψη ωμού χταποδιού. Η ποικιλία μοιάζει να υπονομεύει την αξίωση ιστορικότητας, αφού κανένα επεισόδιο δεν επαληθεύει το άλλο· δημιουργείται η εντύπωση μιας φιγούρας στην οποία κόλλησαν κατά την έκφραση ενός σύγχρονου μελετητή «φιλοσοφικές φαντασιώσεις» της μετακλασικής εποχής.
Αρχαίοι Έλληνες: 5 αλήθειες για τις οποίες δεν είμαστε (καθόλου) περήφανοι
Παρ’ όλα αυτά, το στρατόπεδο που υπερασπίζεται την ύπαρξη του Διογένη διαθέτει απτά επιχειρήματα. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει νομισματικό εύρημα: η ίδια η πόλη της Σινώπης έκοψε κάποτε νόμισμα που απεικονίζει έναν γέροντα με λυχνάρι αιχμή πως ο φημισμένος εξόριστος υπήρξε αρκετά πραγματικός ώστε να γίνει σύμβολο των συμπολιτών του. Επιπλέον, συγγραφείς πλησιέστεροι στον τέταρτο αιώνα π.Χ. όπως ο Μένανδρος και ο Τέλης ο Κυνικός τον μνημονεύουν ήδη ως πασίγνωστο πρότυπο ασκητικής ελευθερίας, ένδειξη ότι η μορφή είχε εδραιωθεί πριν ο θρύλος φουσκώσει.
Τέλος, ορισμένες βιογραφικές λεπτομέρειες όπως η υπόθεση της παραχάραξης του νομίσματος επιβεβαιώνονται από ανεξάρτητες επιγραφές και από το γεγονός ότι στη Σινώπη όντως τιμωρήθηκε κάποτε για κοπτική απάτη, κάτι που δύσκολα θα εφευρισκόταν εκ των υστέρων.
Οπότε, γιατί εξακολουθεί να γοητεύει η ιδέα πως «ίσως ο Διογένης δεν υπήρξε»; Πρώτον, επειδή η αποδόμηση εμβληματικών μορφών ασκεί πάντοτε πνευματικό πειρασμό δεύτερον, επειδή οι κυνικοί ήταν οι ίδιοι θεατρικοί, συχνά επινοούσαν ιστορίες για να σοκάρουν, να διδάξουν και να γελάσουν.
Η μορφή του Διογένη, με το λυχνάρι και το πιθάρι, συσσωρεύει τόσες αφηγήσεις που μοιάζει σχεδόν «πολύ καλή» για να ‘ναι αληθινή. Μα ίσως ακριβώς εκεί να βρίσκεται η αλήθεια της: ένας φιλόσοφος που επέλεξε να γίνει ζωντανό παράδειγμα, ο ίδιος θεατρίνος της καθημερινότητας, δεν θα άφηνε πίσω του απλές σελίδες αλλά αφηγήσεις που ο καθένας θα στόλιζε ανάλογα με την ανάγκη του.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η νεότερη έρευνα, «η εξαίρετη υπερβολή του Διογένη περισσότερο επιβεβαιώνει παρά διαψεύδει την ιστορικότητά του· μια ζωή κατασκευασμένη ως παράδειγμα δύσκολα θα άντεχε τόσους αιώνες αν δεν πατούσε κάπου σε πραγματικό έδαφος». Συμπέρασμα; Η συζήτηση για τον «μη υπαρκτό Διογένη» δεν εκφράζει τόσο την απουσία τεκμηρίων όσο την ένταση ανάμεσα στους δύο τρόπους με τους οποίους προσεγγίζουμε το παρελθόν: είτε σαν στείρο κατάλογο επαληθεύσιμων γεγονότων είτε σαν ζωντανό σώμα διδακτικών μύθων που αντανακλούν πραγματικές, όσο και παράδοξες, ανθρώπινες βιογραφίες. Ο κυνικός φιλόσοφος – υπαρκτός ή όχι -παραμένει έτσι μια σκιά που μας καλεί να επιλέξουμε τι ακριβώς ζητούμε από την ιστορία.
«ὅπερ ἔδει δεῖξαι»: Τι σημαίνει η φράση που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί;