Ο Τολστόι μιλά ακόμη για τις δικές μας μάχες, απο τους πολέμους που βλέπουμε να συμβαίνουν μπσροστά στα μάτια μας έως το καθημερινό άγχος. Το «Πόλεμος και Ειρήνη» εξηγεί τον κόσμο του 2025.
Το έργο «Πόλεμος και Ειρήνη» δείχνει ότι οι τοπικές συρράξεις γίνονται παγκόσμιες, η ιστορία γράφεται από μικρές πράξεις, η ανισότητα αλλάζει μορφή, όχι ουσία, ο εσωτερικός πόλεμος προηγείται του εξωτερικού. Γι’ αυτό το μυθιστόρημα παραμένει εππίκαιρο σε κάθε πολύπλοκη τάξη πραγμάτων.
Γιατί θεωρείται η πληρέστερη λογοτεχνική πραγματεία πάνω στον πόλεμο;
Ενσωματώνει στρατιωτική ιστορία, φιλοσοφία, ψυχολογία και ηθική σε μια αφηγηματική σύνθεση μοναδικής κλίμακας.
Πώς ο Τολστόι μετατρέπει τους Ναπολέντιους Πολέμους σε καθρέφτη των σημερινών γεωπολιτικών ρήξεων;
1) Ιστορική συγκριτική ματιά: αυτοκρατορική επέκταση , ενεργειακές κρίσεις, πληθωριστικές πιέσεις.
2)Μεθοδολογία: ο συγγραφέας αντιπαραυέτει μακροσπκοπικές στρατηγικές με μικροσκοπικές σκηνές καθημερινότητας, δείχνοντας την ηθική τιμή κάθε πολεμικής ανάγκης.
2. Ελευθερία ή ιστορική αναγκαιότητα;
1)Θέση Τολστοι: απορρίπτει την ηγεμονική άφηγηση του «Μεγάλου Ανδρός».
2) Σύγκριση με Χέγκελ & Θουκυδίδη: ο Τολστόι αντιστρέφει το διαλεκτικό σχήμα, προκρίνοντας την αθροιστική δύναμη μικρών επιλογών.
Η ψυχολογία του πολέμου: τραύμα, αφασία και αναζήτηση ταυτότητας
1)Κείμενο vs. σύγχρονη ψυχιατρική: ο πρίγκιπας Αντρέι βιώνει τα συμπτώματα που σήμερα θα περιγράφαμε ως PTSD.
2)Διακειμενική σύνδεση: Pat Barker – Regeneration, πώς η λογοτεχνία γεφυρώνει τα χάσματα της κλινικής περιγραφής.
Ο Τολστόι κατασκευάζει μια «μηχανή ενσυναίσθησης»: αποδομεί τον μύθο του ηγέτη, διερευνά το τραύμα πριν αυτό ονομαστεί ψυχιατρικά, και χαρτογραφεί τη γραμμή συνάντησης προσωπικού και συλλογικού. Σ’ έναν κόσμο όπου οι κρίσεις πολλαπλασιάζονται, το Πόλεμος και Ειρήνη προσφέρει θεωρία, ηθική και αισθητική που επιβιώνουν της ειδησεογραφικής φθοράς.
(Διαβάστε τα αποσπάσματα παρακάτω)
Τολστόι: «Η ρίζα του κακού βρίσκεται στο ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως…»
14 αποφθέγματα πό το «Πόλεμος και Ειρήνη».
1. «Ένας άνθρωπος ζει συνειδητά για τον εαυτό του, αλλά ασυνείδητα εξυπηρετεί ως εργαλείο για να επιτευχθούν οι στόχοι στην ιστορία της ανθρωπότητας»
2. «Για να μελετήσουμε τους νόμους της ιστορίας, πρέπει να αλλάξουμε το αντικείμενο παρατήρησης. Άσε τους βασιλιάδες, τους υπουργούς και τους στρατηγούς και ας μελετήσουμε την στολή, το ασήμαντο στοιχείο που κυβερνά τις μάζες»
3. «Η αγάπη εμποδίζει τον θάνατο. Η αγάπη είναι ζωή»
4. «Όλα όσα κατανοώ, τα κατανοώ επειδή αγαπώ. Όλα υπάρχουν μόνο επειδή αγαπώ. Όλα συνδέονται με την αγάπη»
5. «Δεν ξέρω πώς να στο πω. Χωρίς εσένα, ή όταν υπάρχει κάποια διαφωνία μεταξύ μας, είναι σαν να είμαι χαμένος και δεν μπορώ να κάνω τίποτα»
6. «Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Μπορώ να ελπίζω;»
7. «Ναι, ο θάνατος είναι μια αφύπνιση»
8. «Πρώτα από όλα, ας πιούμε»
9. «Όλα τελειώνουν με τον θάνατο, όλα. Ο θάνατος είναι τρομερός»
10. «Δοκίμασε να κλάψεις. Τίποτα δεν σε ανακουφίζει όπως τα δάκρυα»
11. «Ναι, είναι πολύ πιθανό να σκοτωθώ αύριο»
12. «Η νεαρή ηλικία δεν είναι εμπόδιο στην γενναιότητα»
13. «Δεν ήταν ερωτευμένη με κάποιον συγκεκριμένα, αλλά με όλους»
14. «Σας προειδοποιώ πως αν δεν μου πείτε πως θάχουμε πόλεμο, πως αν συνεχίσετε να ψευτομπαλώνετε όλες τις ατιμίες, όλες τις φρικαλεότητες αυτού του αντίχριστου (και πιστεύω ότι είναι αντίχριστος) δε θέλω να σας ξέρω, δεν είστε πιά φίλος μου, δεν είστε πια ο πιστός θεράπων μου, όπως λέτε. Καλημέρα σας λοιπόν, καλημέρα.»
«Πόλεμος και Ειρήνη» (Απόσπασμα)
— Ας γίνει, τέλος, μια ώρα αρχήτερα, κείνο που ‘ναι να γίνει, — σκεφτόταν ο Ροστόβ νιώθοντας πως έφτασε τέλος η στιγμή να ζήσει την απόλαυση της εφόδου, που γι’ αυτήν τόσα και τόσα του διηγόνταν οι συνάδελφοι του ουσάροι.
— Εμπρός, ο Θεός μαζί σας! —ακούστηκε η φωνή του Ντενίσοβ— απάνω τους! Μαγς!
Στην πρώτη γραμμή αναταράχτηκαν τα κορμιά των αλόγων. Ο Γράτσικ τεντώθηκε και κάλπασε, χωρίς να περιμένει την παρακίνηση του Ροστόβ.
Ο Νικολάι έβλεπε δεξιά του τις πρώτες γραμμές των ουσάρων του συντάγματός του και μπροστά, πιο πέρα, διέκρινε μια σκούρα λουρίδα που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν και που νόμιζε πως ήταν ο εχθρός. Ντουφεκιές ακούγονταν, όμως από μακριά.
— Ταχύτερα! — ακούστηκε το πρόσταγμα, κι ο Ροστόβ ένιωσε πως ο Γράτσικ άρχισε ν’ ανατινάζεται, έτοιμος να περάσει απ’ τον τριποδισμό στον καλπασμό.
Μάντευε την κάθε κίνηση του ζώου και γινόταν κι ο ίδιος ολοένα και πιο ζωηρός, ολοένα και πιο χαρούμενος. Είχε διακρίνει κάποιο απομονωμένο δέντρο παραμπρός. Το δέντρο αυτό στην αρχή βρισκόταν μπροστά, στη μέση της γραμμής, του ορίου* που φαινόταν τόσο τρομερό. Όμως να, που τη γραμμή αυτή την πέρασαν κι όχι μόνο τίποτα το τρομερό δε συνέβη, μα αντίθετα η ζωηρότητα και το κέφι γίνονταν όλο και πιο έντονα.
— Πώς θα τον πετσοκόψω κείνον που θα φανεί μπροστά μου! — σκεφτόταν ο Ροστόβ σφίγγοντας στο χέρι του τη λαβή του σπαθιού του.
— Ζή-τω-ω-ω-ω!! — βούιξαν οι φωνές.
— Ε, ας βρεθεί τώρα μπροστά μου, όποιος να ‘ναι! — σκεφτόταν ο Ροστόβ και σπιρουνίζοντας αλύπητα τον Γράτσικ, και προσπερνώντας τους συντρόφους του όρμησε μπροστά με ασυγκράτητο καλπασμό. Πιο μπρος διακρινόταν κιόλας ο εχθρός. Ξαφνικά μια δυνατή πνοή, σαν κάποια τεράστια σκούπα να κινήθηκε στον αέρα, χτύπησε πάνω στον ουλαμό. Ο Νικολάι ύψωσε το σπαθί του, έτοιμος να χτυπήσει, μα την ίδια στιγμή ο στρατιώτης Νικήτιενκο, που κάλπαζε μπροστά του, αποκόπηκε απ’ αυτόν κι ο Ροστόβ αισθάνθηκε, σα μέσα σ’ όνειρο, πως εξακολουθούσε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και ταυτόχρονα πως μένει ακίνητος στην ίδια θέση. Πίσω του, ο γνώριμος ουσάρος Μπανταρτσούκ παρ’ ολίγο να πέσει πάνω του και στράφηκε και τον κοίταξε θυμωμένος. Το άλογο του Μπανταρτσούκ ξαφνιάστηκε και προσπέρασε καλπάζοντας.
— Μα τι συμβαίνει; Δεν κινούμαι; Δεν προχωρώ; Έπεσα, είμαι σκοτωμένος, — την ίδια στιγμή ρώτησε και αποκρίθηκε ο Ροστόβ. Ήταν πια μονάχος μέσα στον κάμπο. Αντίς για τα άλογα που κάλπαζαν και τις πλάτες των ουσάρων, έβλεπε γύρω του να εκτείνεται μονάχα η ακίνητη γης κι ο θερισμένος κάμπος. Αισθάνθηκε κάτωθέ του ζεστό αίμα.
— Όχι, είμαι πληγωμένος και τ’ άλογο σκοτωμένο, — στοχάστηκε. Ο Γράτσικ έκανε ν’ ανασηκωθεί στα μπροστινά του πόδια, μα έπεσε και ζούλιξε το πόδι του αναβάτη. Απ’ το κεφάλι του ζώου έτρεχε άφθονο αίμα. Το άλογο παράδερνε και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ο Ροστόβ θέλησε να σηκωθεί, μα έπεσε κι κείνος. Η ζώνη του είχε σκαλώσει στη σέλα. Πού βρίσκονταν οι δικοί μας, πού βρίσκονταν οι Γάλλοι — δεν ήξερε. Γύρω του δεν ήταν κανείς.
Αφού με χίλια βάσανα κατόρθωσε να ξαγκιστρώσει το πόδι του, ο Νικολάι μπόρεσε κι ανασηκώθηκε.
— Πού, από ποια μεριά είναι τώρα εκείνη η γραμμή, το όριο, που χώριζε τα δυο στρατόπεδα; — αναρωτήθηκε και δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση.
— Μην έπαθα τάχα κάτι κακό; Να τυχαίνουν τάχα τέτοιες περιπτώσεις, και τι πρέπει να κάνει κανείς σ’ αυτές; — αναρωτήθηκε πάλι καθώς σηκωνόταν. Και κείνη τη στιγμή αισθάνθηκε σαν κάτι ξένο να κρεμόταν απ’ τ’ αριστερό του χέρι που το ‘νιωθε τρομερά μουδιασμένο. Ο καρπός του χεριού ήταν σαν ξένος. Ο Νικολάι κοίταξε καλά καλά το χέρι, μάταια αναζητώντας να βρει πάνω του ίχνη από αίματα.
— Α, να κι άνθρωποι, — σκέφτηκε με χαρά, βλέποντας μερικούς ανθρώπους που έτρεχαν προς το μέρος του. — Αυτοί θα με βοηθήσουν.
Μπροστά μπροστά απ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους έτρεχε ένας με καπέλο περίεργο, με μπλε μαντύα, μαυριδερός, ηλιοψημένος, με μύτη καμπουρωτή. Τον ακολουθούσαν δυο ακόμα και πολλοί άλλοι παραπίσω. Ένας απ’ αυτούς είπε κάτι σε μια παράξενη γλώσσα, όχι ρωσικά. Ανάμεσα στους παραπίσω, που όλοι φορούσαν όμοια περίεργα καπέλα, στεκόταν ένας ρώσος ουσάρος. Τον κρατούσαν απ’ τα χέρια, κι άλλοι πιο πίσω κρατούσαν τ’ άλογό του.
— Κάποιος δικός μας αιχμάλωτος, φαίνεται… Ναι. Τάχα θα με πιάσουν και μένα; Τι άνθρωποι είναι αυτοί; — όλο σκεφτόταν ο Ροστόβ, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. — Να ‘ναι Γάλλοι, τάχα; — Κοίταξε τους Γάλλους που κοντοζύγωναν και μολονότι πριν από ‘να λεπτό κάλπαζε με μόνο σκοπό να φτάσει αυτούς τους Γάλλους και να τους πετσοκόψει, τώρα που πλησιάζανε του φαίνονταν τόσο τρομεροί, που δεν πίστευε τα μάτια του.
— Ποιοι είν’ αυτοί; Γιατί τρέχουν; Για μένα έρχονται τάχα; Για μένα τρέχουν έτσι; Και γιατί; Για να με σκοτώσουν, Εμένα, που όλοι μ’ αγαπούν τόσο;
Αναθυμήθηκε την αγάπη που του είχε η μητέρα του, η οικογένειά του όλη, οι φίλοι του, και του φάνηκε πως θα ‘ταν αδύνατο να ‘χουν οι εχθροί του την πρόθεση να τον σκοτώσουν…
— Ίσως ίσως και να με σκοτώσουν…
Στεκόταν παραπάνω από δέκα δευτερόλεπτα χωρίς να σαλέψει καθόλου και χωρίς να κατανοεί τη θέση του. Ο πρώτος Γάλλος με την καμπουρωτή μύτη είχε κοντοζυγώσει τόσο που ο Νικολάι διέκρινε πια τη φυσιογνωμία του και την έκφρασή του. Κι η ξαναμμένη, η ξενική φυσιογνωμία του ανθρώπου που με τη λόγχη μπροστά, κρατώντας την ανάσα του, έτρεχε ανάλαφρα προς το μέρος του, τον τρόμαξε. Άρπαξε το πιστόλι και, αντίς να πυροβολήσει, το πέταξε με φόρα ενάντια στο Γάλλο κι ο ίδιος μ’ όλες του τις δυνάμεις έτρεξε κατά τα χαμόκλαδα. Τώρα δεν έτρεχε πια όπως έτρεχε στη γέφυρα του Ενς, με κείνο το συναίσθημα της μαχητικότητας και της αμφιβολίας, μα με το συναίσθημα του λαγού που ξεφεύγει απ’ τα σκυλιά. Ένα ολοκληρωτικό συναίσθημα φόβου για τη νεαρή, για την ευτυχισμένη του ζωή, είχε κυριέψει ολόκληρο το είναι του. Πηδώντας γοργά τα χαντάκια, με την ορμή που ‘τρεχε όταν ήταν παιδί κι έπαιζε κρυφτό, πετούσε στον κάμπο, γυρίζοντας κάπου κάπου το χλομό, το αγαθό νεανικό πρόσωπό του, και ρίγος παγερό περνούσε τη ραχοκοκαλιά του.
— Όχι, είναι προτιμότερο να μην κοιτάξω, — σκέφτηκε, μα σα βρέθηκε κοντά στα πυκνά χαμόκλαδα, ξανακοίταξε άλλη μια φορά. Οι Γάλλοι είχαν μείνει παραπίσω και, μάλιστα τη στιγμή που ο Ροστόβ κοίταξε, ο πρώτος είχε κάνει το βήμα του πιο αργό και μισογυρισμένος προς τα πίσω, κάτι φώναξε στο σύντροφό του. Ο Νικολάι σταμάτησε.
— Όχι. Δεν μπορεί. Κάτι άλλο θα συμβαίνει, — στοχάστηκε. — Δεν είναι δυνατό να ‘θελαν να με σκοτώσουν.
Στο αναμεταξύ ένιωθε τόσο βαρύ το αριστερό του χέρι, σαν να ‘χαν κρεμασμένο απ’ αυτό κάποιο βάρος εικοσιπέντε οκάδες. Δεν μπορούσε να τρέξει άλλο. Ο Γάλλος σταμάτησε και σκόπευσε. Ο Νικολάι έσκυψε μισοκλείνοντας τα μάτια. Δυο σφαίρες, η μια ύστερ’ απ’ την άλλη, σφυρίζοντας, πέρασαν πάνωθέ του. Συγκέντρωσε τις τελευταίες του δυνάμεις, με το δεξί του χέρι κράτησε τ’ αριστερό και τρέχοντας έφτασε τέλος στα χαμόκλαδα. Κει μέσα υπήρχαν Ρώσοι ακροβολιστές.
Διαβάστε κι άλλα άρθρα που αγαπήσαν οι αναγνώστες μας:
- «Κάνουμε παιδιά για να….» – Οι φιλόσοφοι απαντούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια
- Γιωσαφάτ: «Καλή μητέρα είναι αυτή που έχει …» – Μια φράση που σηκώνει συζήτηση
- Έρμαν Έσσε: «Για να βρεις τον εαυτό σου, χρειάζονται 3 πράξεις…»
- Πόση φτώχεια αντέχει ένας λαός πριν ξεσπάσει; Ο Στάινμπεκ είχε ήδη απαντήσει
- Η φράση του Τόλκιν που (εάν τη διαβάσεις) θα σε συνοδεύει για μια ολόκληρη ζωή
- Θεοδωρόπουλος: «Κάθε έθνος έχει τον δικό του Ναρκισσισμό. Εμείς οι Έλληνες τι έχουμε;»
- 30 σπουδαίες συμβουλές του Πλάτωνα: «Αφήστε τους γονείς να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους…»
- Η διαδρομή της αυτοεκτίμησης από τον Μπουκάι: «Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να…»
- Όσκαρ Ουάιλντ: «Ο δεσμός κάθε συντροφικότητας, είτε στο γάμο είτε στη φιλία, είναι …»
- «Η μητέρα που προσπαθεί να ελέγξει κάθε πτυχή της ζωής της κόρης της παίρνει…» – Το βιβλίο που μίλησε σε χιλιάδες γυναίκες
- Σταμάτα να φοβάσαι τα γηρατειά – O Σοπενχάουερ θα σου αλλάξει γνώμη
- Winnicott: «Αν οι μητέρες καλούνται να κάνουν αυτό ή εκείνο χάνουν την …»
- Το «Κρυφό Σχολειό» είναι μύθος και αυτά είναι τα 10 πραγματικά σχολεία που «έσωσαν» τα γράμματα
- Ο Καρλ Γιούνγκ είχε προειδοποιήσει πως θα ‘ρθει μια εποχή που οι γονείς θα μεγαλώνουν παιδιά για να …