Η κλοπή της Μόνα Λίζα του 1911: Ένα μουσείο, ένας πίνακας και μια κλοπή που έγραψε ιστορία.
Όταν καθόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέχνης σε κάποιο μουσείο, γοητευόμαστε από την αισθητική εμπειρία που μας προσφέρει αυτό εγείροντας τα συναισθήματά μας. Το κάθε έργο τέχνης, ιδιαίτερα αυτά που πορεύονται για πολλούς αιώνες παράλληλα με την ιστορία της ανθρωπότητας, έχει πίσω του πολλές φορές απίθανες ιστορίες να μας διηγηθεί.
Η Μόνα Λίζα ή αλλιώς Τζιοκόντα, το διάσημο έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, αποτελεί μια από τις πιο αναγνωρίσιμες εικόνες στην ιστορία της ανθρώπινης τέχνης και του πολιτισμού. Ο πασίγνωστος πίνακας που φυλάσσεται στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, εδώ και πάνω από 200 χρόνια, έχει τις δικές του ιστορίες να εξιστορήσει στο πέρασμα των αιώνων. Την πιο μεγάλη του περιπέτεια ωστόσο την έζησε το 1911, όταν «απήχθη» από έναν «συμπατριώτη» του Ιταλό που για δύο χρόνια κόσμησε το σπίτι του, επιστρέφοντας μάλιστα την Μόνα Λίζα στον τόπο καταγωγής της, την Φλωρεντία!
Ο Βιτζέντζο Περούτζια δεν ήταν ένας διάσημος κλέφτης, ένας επαγγελματίας της εξαπάτησης. Ήταν ένας Ιταλός οικονομικός μετανάστης, που βρέθηκε στη Γαλλία και έπιασε δουλειά στο μουσείο του Λούβρου ως ελαιοχρωματιστής, καθαριστής και επιμελητής των κορνιζών των διαφόρων έργων ζωγραφικής. Δούλευε στο μουσείο ήδη από το 1908, όταν ο πατριωτισμός, η άγνοια κινδύνου και το θράσος του τον βοήθησαν να υλοποιήσει κάτι το απίστευτο: να κλέψει και να επαναπατρίσει τη Μόνα Λίζα! Έτσι θα αποκαθιστούσε μια αδικία, την κλοπή του πίνακα από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και θα πρόσφερε μια σπουδαία υπηρεσία στην πατρίδα του. Βέβαια αν ο Περούτζια ήταν λίγο πιο ενημερωμένος, θα ήξερε πως ο πίνακας αυτός δεν εκλάπη ποτέ από την Ιταλία, αλλά είχε πωληθεί στον Βασιλιά της Γαλλίας στα μέσα του 16ου αιώνα.
(Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο παρακάτω)
22 αποφθέγματα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι: «Θα έρθει η εποχή που οι άνθρωποι, όπως και εγώ, θα…»
Η συνέχεια ήταν μυθιστορηματική: Ο Περούτζια την Κυριακή 21 Αύγουστου 1911 μπήκε κανονικά στο μουσείο μαζί με μια ομάδα συντηρητών και όταν έμεινε μόνος με τη Μόνα Λίζα στην αίθουσά της, ξεκρέμασε τον πίνακα, τον σκέπασε με το πανωφόρι του και …βγήκε από το μουσείο με την ίδια ευκολία με την οποία είχε εισέλθει. Τον πίνακα τον τοποθέτησε για πολλούς μήνες σε ένα κασόνι κάτω από το κρεβάτι του. Παρότι και ο ίδιος ανακρίθηκε από την αστυνομία, τίποτα δεν προέκυψε εις βάρος του. Τις πρώτες μέρες μάλιστα προσήχθησαν από τις αστυνομικές αρχές ο ποιητής Απολινέρ και ο ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο, ως ύποπτοι για την κλοπή. Βλέπετε οι δύο είχαν ένοχο παρελθόν, αφού παλιότερα είχαν βρεθεί στην κατοχή τους αντικείμενα που είχαν χαθεί από το μουσείο. Ωστόσο τίποτα δεν προέκυψε από τις ανακρίσεις και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το έργο θεωρήθηκε χαμένο για πάντα.
Ο δράστης αυτής της θρασύτατης κλοπής, που δικαίως θεωρείται ως η μεγαλύτερη του 20ου αιώνα, επέστρεψε εν συνεχεία στην πατρίδα του διαμένοντας μάλιστα στη Φλωρεντία, την πατρίδα του ζωγράφου και του διάσημου μοντέλου του. Πέρασαν δύο χρόνια με τον πίνακα να κοσμεί το σπίτι του, αλλά το σχέδιο που είχε ήταν άλλο. Ο πίνακας έπρεπε να παραδοθεί στο ιταλικό κράτος και να κοσμήσει το διάσημο μουσείο της Φλωρεντίας, την Γκαλερία Ουφίτσι. Για αυτόν τον λόγο ο Περούτζια επικοινώνησε στα τέλη του 1913 με έναν έμπορο τέχνης που τον έφερε σε επαφή με τον διευθυντή του μουσείου. Ο κλέφτης επιζητούσε κάποια χρήματα, όχι όμως ως αμοιβή από την πώληση του πίνακα, αλλά ως ανταμοιβή από το κράτος για την γενναία του πράξη!
Φυσικά αυτό δεν έγινε και μόλις μάλιστα ταυτοποιήθηκε η αυθεντικότητα του πίνακα, ο Περούτζια συνελήφθη από τις αρχές και οδηγήθηκε στη φυλακή. Η δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση όμως, τον είχε καταστήσει ένα είδος λαϊκού ήρωα στην Ιταλία. Καταδικάστηκε σε 18 μήνες φυλάκιση, παρόλα αυτά έμεινε κλεισμένος εκεί πολύ λιγότερο. Στη συνέχεια πήρε μέρος στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και αιχμαλωτίστηκε από τους Αυστριακούς για δύο χρόνια. Μετά το 1918 επέστρεψε στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Γαλλία, όπου εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής μέχρι τον θάνατό του, τον Οκτώβρη του 1925 σε ηλικία μόλις 44 ετών.
Το 1913 η Μόνα Λίζα έμεινε στη Ιταλία για μερικούς μήνες ακόμη, εκτιθέμενη στο Ουφίτσι και σε άλλα μέρη της χώρας, πριν επιστρέψει τελικά στο σπίτι της, το Λούβρο. Ήταν ήδη ένα διάσημο έργο τέχνης, αλλά μετά από την περιπέτειά της αυτή η δημοτικότητά της εκτινάχθηκε παγκοσμίως, πράγμα που συνέβη και μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν ταξίδεψε, αυτή τη φορά ως έκθεμα και όχι ως κλοπιμαίο, στην Αμερική το 1962.
Σχεδόν το σύνολο των έργων τέχνης δεν δημιουργούνται για να κλειστούν σε κάποιο μουσείο, αλλά για να κοσμήσουν κάποιον χώρο, δημόσιο ή ιδιωτικό. Όταν ένα έργο τέχνης μπαίνει τελικά στο μουσείο, αυτό του εγγυάται μια ασφάλεια αφού το προστατευόμενο περιβάλλον παρέχει προστασία και συντήρηση που μπορούνε να εγγυηθούν την ασφαλή μετάβαση του έργου στην πάροδο των αιώνων. Στην περίπτωση του Βιτσέντζο Περούτζια όμως, είδαμε έναν απλό άνθρωπο να παρακάμπτει το μουσείο και να πραγματοποιεί χωρίς πολύ κόπο τις προσωπικές φιλοδοξίες του, θέτοντας σε κίνδυνο την ύπαρξη μιας παγκόσμιας και διαχρονικής κληρονομιάς του ανθρώπινου πολιτισμού και πνεύματος.
Η τεχνολογία πλέον φυλάει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εκθέματα στα μουσεία και πράξεις σαν αυτή του Περούτζια θεωρούνται πλέον αδύνατο να συντελεστούν. Ή όχι;
Κλείνοντας ας απολαύσουμε ένα τραγούδι του Ιταλού τραγουδοποιού Ιβάν Γκρατσιάνι που το 1978 τραγούδησε τη δική του χιουμοριστική εκδοχή της κλοπής της Μόνα Λίζα, βασιζόμενος φυσικά στην κλοπή του αιώνα του Περούτζια:
Μόνα Λίζα
Ναι, θα ‘θελα να την κλέψω
Θα ‘θελα να κλέψω αυτό που μ’ ανήκει
Ναι, θα ‘θελα να την κλέψω
Και να την κρύψω μέσα σ’ ένα κιβώτιο με πατάτες, με πατάτες
Ο Παριζιάνος φύλακας
Που κατασκόπευε τα κοριτσάκια στο νηπιαγωγείο
Τώρα έχει το στόμα
Γεμάτο με εισιτήρια του μουσείου, του μουσείου
Το σχολείο είναι σπουδαίο πράγμα
Και ειδικά αν σε μάθουν να αγαπάς
Τα αριστουργήματα του παρελθόντος
Παρόλα αυτά είναι κρίμα που δεν μπορείς να τα δεις, ούτε να τα αγγίξεις
Μου χαμογελά η κουλτούρα
Ανάμεσα στις σκιές και τις βελούδινες κουρτίνες
Κι εγώ βασανίζω
Τον καμβά με το ξυράφι και τα νύχια (μου), και τα νύχια
Παραπονιέται ο φύλακας
Μάλλον θα θέλει άλλη μια στο κεφάλι, τώρα
Μόνα Λίζα, Μόνα Λίζα, Λίζα
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Κείμενο: Βασίλης Δερμετζόγλου
Διαβάστε περισσότερες εικαστικές ιστορίες:
- Αγάπη ή υποχρέωση; Ένα αθέμιτο προξενιό πίσω από τον πίνακα του Pukirev
- Οι απαρχές του Japonisme: Η επιρροή της ιαπωνικής αισθητικής στη δυτική τέχνη και τον σχεδιασμό
- 5 εικαστικά έργα που εμπνεύστηκαν από τον κόσμο της λογοτεχνίας
- Ολυμπιακοί Αγώνες 2024: Ο Γάλλος σκηνοθέτης δεν αναπαράστησε τον «Μυστικό Δείπνο» του Ντα Βίντσι (;)
- Εξερευνώντας τον Πανθεϊσμό στην ευρωπαϊκή τέχνη του 18ου αιώνα
- Εξερευνώντας τον κοινωνικό αντίκτυπο του ρεαλισμού στην τέχνη
- Όταν η τέχνη παίρνει διαζύγιο: Η διαμάχη μεταξύ ρεαλισμού και σουρεαλισμού