Μπουκόφσκι: «Οι άνθρωποι με αδειάζουν. Πρέπει να…»

Αν τον ψάχνεις σε αφίσες με ρομαντικά αποσπάσματα τύπου “Find what you love and let it kill you”, χάθηκες.

Ο αληθινός Μπουκόφσκι είναι κάπου αλλού: σε ένα βρώμικο μπαρ με ξεθυμασμένη μπύρα, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου κανείς δεν αγγίζει κανέναν, στο βλέμμα ενός ανθρώπου που δεν θέλει να πάει στη δουλειά γιατί το γραφείο μοιάζει με εκτελεστικό απόσπασμα.

Δεν γούσταρε τα πάρτι, τους ανθρώπους, τις αγγελίες για δουλειά, ούτε τη ζωή έτσι όπως την έμαθαν να τη ζουν οι “καλοί πολίτες”. Ούτε κι εμείς δηλαδή, αν το καλοσκεφτείς απλώς δεν το παραδεχόμαστε τόσο δυνατά. Εκείνος το φώναζε, πίνοντας, γράφοντας, καπνίζοντας. Και αυτό που έμεινε, δεν είναι η αυτοκαταστροφή του είναι η τιμιότητά του.

Στις επτά παρακάτω στιγμές, δεν θα βρεις τίποτα που να φοριέται εύκολα σε μπλουζάκι. Θα βρεις, όμως, αυτό που αφήνει πίσω του το μεθύσι, το κενό, η σιωπή, η γυναίκα που δεν σε αγγίζει πια, και ο κόσμος που ακόμα σε σφίγγει από τον λαιμό.

Ευτυχώς τα τραύματά του τα ξεσπούσε σε μια παλιά γραφομηχανή.
(Διαβάστε τα αποφθέγματά του παρακάτω)

Ο πατέρας του Μπουκόφσκι τον δίδαξε τι είναι ο φόβος: «έγραφα γιατί δεν μπορούσα να τον …»

7 στιγμές του Μπουκόφσκι.

1.Τα πάρτι με αηδίαζαν. Μισούσα τα παιχνίδια, τα βρώμικα παιχνίδια, το φλερτ, τους ερασιτέχνες μεθύστακες, τους βαρετούς.

2.Οι άνθρωποι με αδειάζουν. Πρέπει να απομακρυνθώ για να ξαναγεμίσω.

3.Πήγα στα χειρότερα μπαρ ελπίζοντας να με σκοτώσουν, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να μεθύσω ξανά.

4.Μου αρέσει να αλλάζω συχνά κάβα, γιατί οι υπάλληλοι μαθαίνουν τις συνήθειές σου αν πηγαίνεις μέρα και νύχτα και αγοράζεις τεράστιες ποσότητες. Ένιωθα ότι αναρωτιόντουσαν γιατί δεν είχα πεθάνει ακόμα και αυτό με έκανε να νιώθω άβολα. Μάλλον δεν σκέφτονταν κάτι τέτοιο, αλλά ένας άνθρωπος γίνεται παρανοϊκός όταν έχει 300 πονοκεφάλους από μεθύσι το χρόνο

5.«Ο πατέρας μου ακολούθησε αυτή τη γενική ρουτίνα για μια ζωή και πέθανε νέος, άφραγκος και, νομίζω, όχι και τόσο σοφός»

6.Δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να διαβάσει τις αγγελίες. Η σκέψη ότι θα καθόμουν μπροστά σε έναν άντρα πίσω από ένα γραφείο και θα του έλεγα ότι ήθελα δουλειά, ότι ήμουν κατάλληλος για μια δουλειά, ήταν πάρα πολύ για μένα. Ειλικρινά, με τρομοκρατούσε η ζωή, το τι έπρεπε να κάνει ένας άνθρωπος απλά για να φάει, να κοιμηθεί και να ντυθεί. Έτσι έμεινα στο κρεβάτι και έπινα. Όταν έπινα, ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί έξω, αλλά για την ώρα δεν σε είχε πιάσει από το λαιμό.

7.Ήταν λυπηρό, ήταν λυπηρό, ήταν λυπηρό. Όταν η Μπέτι γύρισε, δεν τραγουδήσαμε, δεν γελάσαμε, ούτε καν τσακωθήκαμε. Καθόμασταν στο σκοτάδι, πίναμε, καπνίζαμε και όταν πήγαμε για ύπνο, δεν έβαλα τα πόδια μου πάνω της ούτε εκείνη πάνω μου, όπως συνηθίζαμε. Κοιμηθήκαμε χωρίς να αγγιχτούμε. Μας είχαν κλέψει και τους δύο.

Διαβάστε κι άλλα άρθρα που αγαπήσαν οι αναγνώστες μας:

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr