Search
Close this search box.
Search
Close this search box.
Poor Things κριτική

Κριτική – Poor Things: Μια Οδύσσεια σεξουαλικότητας

Με την εξαίρεση του «Θανάτου του Ιερού Ελαφιού» ίσως, όπου το συγκεκριμένο θέμα είχε έναν πιο περιφερειακό ρόλο, κάθε φιλμ μεγάλου μήκους του Γιώργου Λάνθιμου μετά την «Κινέττα» έχει στο επίκεντρό του την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, υπό διαφορετικό πρίσμα κάθε φορά. Στον «Κυνόδοντα» εξερευνάται η αλληλεξάρτησή της με το οικογενειακό υπόβαθρο, στις «Άλπεις» το πώς επηρεάζει τους διαπροσωπικούς δεσμούς που δεν έχουν στην εξίσωση τη συγγένεια εξ αίματος, στον «Αστακό» το πώς διαμορφώνεται μέσα από τα εκάστοτε κοινωνικά πλαίσια και στην «Ευνοούμενη» το πώς αυτή παρεισφρύει μέχρι και στα δωμάτια της πολιτικής εξουσίας.

Το «Poor Things» αποτελεί μάλλον την πιο ολοκληρωμένη σε εύρος θεώρησή του πάνω στο αντικείμενο μέχρι σήμερα, ξεκινώντας από την ψυχανάλυση και καταλήγοντας στην κοινωνία. Είναι μια ιστορία που αρχίζει ως αναζήτηση ταυτότητας και φτάνει μέχρι τη χειραφέτηση, με τη διαδρομή της πρωταγωνίστριας να αντανακλά την πορεία της θέσης της γυναίκας γενικότερα από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και ύστερα (η καταπίεση δίνει τη θέση της στη σεξουαλική απελευθέρωση που είχε ως σημείο αφετηρίας τη δεκαετία του 1960), παρότι το φόντο είναι ένα steampunk βικτωριανό Λονδίνο.

«Poor Things»
«Είναι μια ιστορία που αρχίζει ως αναζήτηση ταυτότητας και φτάνει μέχρι τη χειραφέτηση, με τη διαδρομή της πρωταγωνίστριας να αντανακλά την πορεία της θέσης της γυναίκας γενικότερα από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και ύστερα (η καταπίεση δίνει τη θέση της στη σεξουαλική απελευθέρωση που είχε ως σημείο αφετηρίας τη δεκαετία του 1960), παρότι το φόντο είναι ένα steampunk βικτωριανό Λονδίνο.»

Παράλληλα είναι η καταγραφή μιας παλιότερης (Godwin) και μιας νεότερης (Bella) γενιάς, με το ερώτημα που αιωρείται να είναι αν ο φαύλος κύκλος του τραύματος θα περάσει από την πρώτη στη δεύτερη, όπως έγινε και με την αμέσως προηγούμενη γενιά. Και σίγουρα δείχνει τη μαεστρία ενός καταρτισμένου δημιουργού το γεγονός ότι, ενώ τα διακυβεύματα του δράματος έχουν ένα ειδικό βάρος, το τελικό αποτέλεσμα μόνο σοβαροφανές δεν είναι, με χιούμορ που παίζει με τον θεατή και που δεν φοβάται να υπερβεί τα όρια του καθωσπρεπισμού που, ακόμη και πάνω από πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Κώδικα Χέιζ, υπάρχει εντυπωμένος μέχρι και σε νεότερες γενιές.

Η μεγάλη ποικιλία των χαρακτήρων εξασφαλίζει και μια ανάλογη πληθώρα στις οπτικές γωνίες πάνω στο γυναικείο και το ανδρικό φύλο, με μια ευρεία γκάμα επιμέρους προβληματικών, από τη σύνδεση ανάμεσα σε διανοητικά επιτεύγματα και σεξουαλικότητα μέχρι την κτητικότητα στην αλληλεπίδραση οποιασδήποτε απόχρωσης (ανάμεσα σε εραστές, «γονέα» και «παιδί», εργοδότη κι εργαζόμενο).

Η επιτηδευμένη τεχνητότητα της όλης κατασκευής, μια νοοτροπία που προχώρησε σε εξελιγμένο βαθμό από την «Ευνοούμενη» ήδη ο Λάνθιμος, λειτουργεί τόσο ως ένα καθρέφτισμα της παραμορφωτικής οπτικής γωνίας από την οποία αντιλαμβάνεται τα πράγματα η Bella όσο και ως ένα έμμεσο σχόλιο πάνω στον πουριτανισμό του χώρου και του χρόνου της δράσης, όπου το φαίνεσθαι καταλήγει να αλλοιώνει το είναι. Και αν και η ανάλυση μάλλον εσκεμμένα δεν εστιάζει τόσο στην πολιτική διάσταση των δρώμενων (χαρακτηριστική για την ουσία η ρήση του Harry περί φενάκης όλων των υπαρκτών συστημάτων), μπορεί να μην είναι τυχαία η σταδιακή αλλαγή μιας συγκεκριμένης συνθήκης που αποτυπώνεται από το ατομικό στο συλλογικό επίπεδο.

 «Poor Things»
Το «Poor Things» αποτελεί μάλλον την πιο ολοκληρωμένη σε εύρος θεώρησή του πάνω στο αντικείμενο μέχρι σήμερα, ξεκινώντας από την ψυχανάλυση και καταλήγοντας στην κοινωνία. Πηγή φωτογραφίας

Αν και στο υπόλοιπο καστ του «Poor Things» παρατηρούνται παρουσίες που προσθέτουν αξία (απολαυστική η Kathryn Hunter μ’ έναν τρόπο που επιτυγχάνει συγχρόνως στο να αποφύγει την παγίδα της καρικατούρας), τα μάτια ευλόγως στρέφονται στην τριάδα των Emma Stone, Willem Dafoe και Mark Ruffalo που αναμένεται να διεκδικήσουν δυναμικά οσκαρικές υποψηφιότητες, γιατί όχι και νίκες. Και αν ο τρίτος εκπέμπει μια σαρωτική κωμικότητα ειδικά από ένα σημείο της πλοκής κι έπειτα, αλλά καταλήγει να φθίνει σε δραματουργική σημασία με το πέρασμα των λεπτών λόγω σεναρίου, οι πρώτοι δύο σκιαγραφούν πορτρέτα ουσίας, και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις χτίζουν μια από τις πιο πολυσύνθετες σχέσεις της μεγάλης οθόνης των τελευταίων ετών.

Η πρώτη κυριαρχεί επί του κάδρου, εντυπωσιάζοντας με το πώς μεταφράζει κινησιολογικά και προφορικά τη σταδιακή ωρίμανση της συναρπαστικής ηρωίδας της, σε μια ερμηνεία θαρραλέα από κάθε άποψη, που μαρτυρά σε κάθε της χειρονομία πως έχει δομηθεί για να μείνει στη συλλογική μνήμη, όχι για τα όποια βραβεία. Ο δεύτερος δρα πιο εσωτερικά, συγκινεί χωρίς να υπερτονίζει τη βαθιά τραγικότητα του ρόλου του και χωρίς να χρυσώνει το χάπι στις πιο σκοτεινές ηθικά πλευρές του.

Είναι σίγουρα η πιο φιλόδοξη στιγμή μιας πολυσχιδούς φιλμογραφίας, μια γενναιόδωρη εμπειρία που δεν φοβάται να θέσει άβολα ερωτήματα και που μέσα από ένα ζαλιστικό κοκτέιλ σινεφίλ επιρροών (από τη «Μνηστή του Φρανκενστάιν» ως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι») συνθέτει μια πρόταση που έχει τη δυναμική του φρέσκου και του ανανεωτικού. Ίσως λιγότερο ώριμο από τις δύο προηγούμενες μεγάλου μήκους δουλειές του σκηνοθέτη του, το «Poor Things» πάραυτα φανερώνει έναν δημιουργικό εγκέφαλο που προχωρά με μεγάλη όρεξη στην πραγμάτωση ενός όλο και πιο καλά συνειδητοποιημένου κινηματογραφικού οράματος.

Κριτική: Πάρις Μνηματίδης (Lavart)

5 ταινίες αινιγματικών πειραματικών κινουμένων σχεδίων

 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr