Γιάννης Ρίτσος φόβος

Γιάννης Ρίτσος: «Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με…»

Πώς να μη κυβερνηθείς απ’ αυτό που κυβερνάς; Ο Γιάννης Ρίτσος προσπαθεί μέσα από μια ποιητική αφήγηση να εξερευνήσει τα σκοτεινά μονοπάτια της εξουσίας.

Η εξουσιαστές και οι καταπιεσμένοι εάν αλλάξουν κάποτε θέση θα διαφέρουν; Μάλλον όχι, κι αυτο δεν είναι ισωπεδωτικό αλλά μάλλον μια βιωματική προσέγγιση. Πόσες φορές είδαμε τους «επαναστάτες» κάθε εποχής να αλλάζουν στρατόπεδο και να γίνονται η φρίκη που κάποτε πολεμούσαν;

Η μέθη της εξουσίας είναι χαρακτηριστικό συμβολικό χαρτί για κάθε μεγάλο δημιουργό από τον Καμύ, τον Όργουελ, τον Τόλκιν μέχρι και τον Ρίτσο. Πάντα το μεταμορφωτικό δηλητήριο που έχει η εξουσία θα είναι κάτι που γοητεύει τον άνθρωπο, τον σοφό άνθρωπο σίγουρα τον τρομάζει, καθώς γνωρίζει τα μελούμμενα και αυτό είναι ένα βαρύ φορτίο.
(Διαβάστε τις σκέψεις του παρακάτω)

Γιάννης Ρίτσος: «Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει ἡ ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω…»

«Τέταρτη Διάσταση» –  απόσπασμα από τον μονόλογο της Ισμήνης.

Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου

να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.

Ο καημένος ο πατέρας —πάντα τον θυμάμαι—
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει τόσο που κάποτε λέω
ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε — ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κι ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ώς τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του — κι εκείνους κι εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.

Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά — χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Διαβάστε κι άλλα άρθρα που αγαπήσαν οι αναγνώστες μας:

Φωτογραφία εξωφύλλου

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr