Search
Close this search box.

Πίσω από τους στίχους του Θανάση

Εάν μπορούσαμε να αγγίξουμε την τέχνη, σίγουρα θα επιθυμούσαμε αυτή να έχει τη μορφή ανθρώπου. Στο πλαίσιο αυτής της φαντασίωσης, όπου η τέχνη αποκτά σώμα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, καλούμαστε να τονίσουμε τη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο που συναντούμε στην καθημερινότητά μας και σε αυτόν που θα συναντούσαμε εάν η φαντασίωσή μας έπαιρνε σάρκα και οστά. Ο δεύτερος, «ο άνθρωπος Τέχνη», διαφέρει από τον πρώτο ως προς την ποσότητα των «ματιών» που διαθέτει. Πράγματι, εάν αυτός υπήρχε, βασικό του χαρακτηριστικό θα ήταν η δυνατότητα ερμηνείας του κόσμου από άπειρες οπτικές γωνίες, κάτι που δεν καταφέρνει ο άνθρωπος των «δύο (μονάχα) ματιών». Έτσι, με μία περίεργη παρομοίωση καταφεύγουμε σε έναν αυτοσχέδιο – ορισμό: η τέχνη είναι όλα τα ανθρώπινα μάτια, και όλες οι συνειδήσεις που ασχολούνται με τα δημιουργήματά της. Συνεπώς, ουδέποτε υπήρξε, και ούτε θα υπάρξει καλλιτεχνικό έργο που θα μεταφέρει ένα και μόνο μήνυμα.

«Δεν θεωρώ ότι έχω κάποια μηνύματα στα τραγούδια. Γίνεται καταγραφή και το τι θα πάρει ο καθένας διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως επίσης και τι θα βιώσει μέσα από αυτά»

Τα λόγια είναι του Θανάση Παπακωσταντίνου και έρχονται σε πλήρη συμφωνία – ή μάλλον, αποτελούν την έμπνευση που γέννησε τον «περί Τέχνης» προβληματισμό. Για αυτό και ο «άνθρωπος τέχνη» (με μικρό «τ» αυτή τη φορά) αποκτά ένα προσωρινό πρόσωπο και φυσιογνωμία.

Δίχως λοιπόν να στοχεύω σε φιλολογική ανάλυση, αλλά υποκινούμενος παραπάνω από προσωπικά συναισθήματα για το έργο του καλλιτέχνη, οδηγούμαι αβίαστα να μιλήσω για την «Τέχνη» στην οποία ο Θανάσης πιστεύει:

«Αυτό που μέσα μου ψάχνει κοιτάσματα, αυτό που μέσα μου χτίζει κελιά»: Το «αυτό» του Παπακωνσταντίνου δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η εσωτερική ένταση ενός ατόμου που αναζητά τρόπους έκφρασης στα μουσικά όργανα και το στίχο. Και για να μην αναλωθούμε σε κλισέ αναφορές περί «ανήσυχου και προβληματισμένου καλλιτέχνη» (δεν είναι μόνο οι καλλιτέχνες τέτοιοι), ας δώσουμε σε αυτή την ένταση ένα άλλο όνομα: ανάγκη για συναναστροφή. Η ανάγκη αυτή είναι που προσδίδει σημασία στον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ακροατής αντιλαμβάνεται τον στίχο. Το «αυτό» λοιπόν, επιτρέπει στον δέκτη να δώσει τη δική του ερμηνεία, αφού από τη στιγμή που εξωτερικεύεται, ανήκει σε όλους εξίσου με τον καλλιτέχνη. Την ανάγκη για αυτήν την επι της ουσίας επικοινωνία τη διατυπώνει ο Θ.Π. πιο ξεκάθαρα σε έναν από τους επόμενους στίχους: «Αυτό μου ζητάει να τραγουδήσω ξανά».

Κάτω απ’ τη γλώσσα σκυλιά δεμένα, χιλιάδες λέξεις…»: Στην τέχνη ο λόγος δεν πρέπει να χαντακώνεται. Αντιθέτως, αυτό το οποίο στέκεται κάτω από τη γλώσσα μας αναζητά μια κάποιου είδους διαφυγή. Για αυτό λοιπόν η ανάγκη για εξωτερίκευση των σκέψεων εντοπίζεται και σε αυτή την περίπτωση. Τα «σκυλιά» θα λυθούν τη στιγμή της δημιουργίας και θα τρέξουν στα αυτιά και τα στόματα νέων ακροατών, δηλαδή νέων ερμηνευτών του νοήματος. Οι νέοι αυτοί ερμηνευτές αποτελούν τα λιθαράκια, τα άπειρα σκέλη του «ανθρώπου Τέχνη» στον οποίο αναφερόμαστε από την αρχή του κειμένου.

«Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά, που θα χωράει και σένα κι ας είσαι μακριά»: Η ταυτότητα του ατόμου που «χωράει» στην αγκαλιά του τραγουδιού είναι στην πραγματικότητα άφαντη. Βέβαια, η πρώτη και στερεοτυπική σκέψη θα μας έδινε μία απάντηση: Το άτομο που «είναι μακριά» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η «αγαπημένη» του δημιουργού, ο έρωτάς του. Αποφεύγοντας όμως αυτή την μονομερή προσέγγιση μπορούμε να επεκτείνουμε την αρχική απάντηση: Το «άτομο» στο οποίο αναφέρεται το τραγούδι θα μπορούσε να είναι η «αγαπημένη» του δημιουργού, αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι και οτιδήποτε άλλο. Εάν για παράδειγμα ο ακροατής πενθούσε το χαμό της μητέρας του, τότε το άτομο που «χωράει» στην αγκαλιά του τραγουδιού θα ήταν το αγαπημένο συγγενικό του πρόσωπο. Εάν ο ακροατής ήταν ποιητής, το «άτομο» δεν θα ήταν άτομο, αλλά η ίδια η έννοια της ποίησης. Και εδώ είναι που κάθε βίωμα προστίθεται στο δημιούργημα δίνοντας του πολλαπλό και όχι μονοσήμαντο περιεχόμενο. Πρόκειται για ένα ενιαίο νόημα που καταλαμβάνει το σύνολο των ερμηνειών και ακουσμάτων του καλλιτεχνικού έργου.

Αφού λοιπόν το σώμα της τέχνης αποτελείται από εκατομμύρια άλλα σώματα, καλό θα ήταν να αφήσουμε αυτό το σώμα να «κινηθεί» μοναχό του ή καλύτερα, να αφήσουμε κάθε μέρος του, κάθε άνθρωπο, να προσθέτει τη δική του εμπειρία, τη δική του σκέψη σε αυτό που ονομάζουμε Τέχνη, με «Τ» κεφαλαίο. Και μιας που εδώ μου παρέχεται το δικαίωμα να προσθέσω και εγώ τη δική μου εμπειρία και σκέψη, θα προτιμούσα να το κάνω μέσω των στίχων του Έλληνα τραγουδοποιού:

«Ξαφνικά ανοίγω τα μάτια, για να βρω χαρτί και μολύβι. Συμπαγής επιστρέφω στον κρυστάλλινο κόσμο με το σάλιο στην άκρη των χειλιών να γλιστρά» …

Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr