Search
Close this search box.

Για τον Βόυτσεκ του Γκέοργκ Μπύχνερ σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη

Για πρώτη φορά παρουσιάζονται και τα τέσσερα σχεδιάσματα του έργου

[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο ανέκαθεν επίκαιρο, η ικανότητα αυτή της διορατικότητας, συναντάται στην τέχνη σπάνια και όπου αυτό συμβαίνει χαίρει άπλετης επιδοκιμασίας. Ο Γκέοργκ Μπύχνερ, ο διάττων αστέρας του γερμανικού ρομαντισμού, αν και πέθανε μόλις στα 24 του χρόνια άφησε κληρονομία τον Βόυτσεκ. Αν το 1830, που γράφτηκε περίπου αυτό το ημιτελές έργο, υπήρχε ο όρος μοντερνισμός, τότε σίγουρα θα είχε αποσπάσει τα πρωτεία. Η επιστήμη σε πάλη με την ηθική, η τρέλα σε πάλη με τη λογική, ο ορθολογισμός σε πάλη με τη φύση και ο άνθρωπος σε πάλη με το κτήνος που λανθάνει στην ψυχή του.

Το ημιτελές έργο του Μπύχνερ που βρέθηκε σε τέσσερα σχεδιάσματα είναι διαχρονικό για δύο λόγους. Πρώτα, επειδή μιλά για ένα έγκλημα πάθους και, έπειτα, διότι πραγματεύεται την τρέλα, αυτή που προέρχεται από τη στέρηση, αυτή που εξωθεί τον άνθρωπο στις ακραίες καταστάσεις της φύσης του. Η φτώχεια καταλαμβάνει διαστάσεις κατάρας, ευνουχίζει τον άνθρωπο και η ηθική είναι ο φάρος ενός κίβδηλου φωτός, μια ψεύτικη ελπίδα για τους απεγνωσμένους. Η κοινωνία μετά μανίας θα κρίνει τα όντα ως καλά ή ως κακά, ενώ ο Μπύχνερ μέσα απ’ το στόμα ενός τρελού θα πει πως το καλό και το κακό δεν υπάρχουν στη φύση, πως είναι δημιουργήματα των ανθρώπων. Ο Γιατρός, το σύμβολο του ορθολογισμού, θα επιμείνει πως η βούληση του ανθρώπου ελέγχει τα πάντα, ακόμα κι αν αυτά μοιάζουν πέραν κάθε ελέγχου. Η αυστηρή κριτική του Μπύχνερ στην επιστήμη, τόσο στην εξουσιαστική της τάση απέναντι στα αντικείμενα, όσο και στις μεθοδολογίες που αυτή ακολουθεί, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία επίκαιρη. Όμοια είναι και η κριτική απέναντι στα ήθη των ανθρώπων, αυτών που ψάχνουν την μετά πόνου εξιλέωση και αυτών που κουβαλούνε πάντοτε τα συμπλέγματα της ενοχής, μιας ενοχής για το γεγονός… ότι υπάρχουν.

[dropcap size=big]Η[/dropcap] οπτική γωνία του σκηνοθέτη Σταύρου Τσακίρη γίνεται φανερή από τα πρώτα λεπτά της παράστασης. Νατουραλιστικοί και εξπρεσιονιστικοί φωτισμοί, πλήθος προβολέων, κινούμενοι τοίχοι, πολλά σκηνικά και ζωντανή μουσική επί σκηνής επιθυμούν να προσδώσουν στο έργο τη χροιά ενός θεάματος. Αυτό, βέβαια, δεν είναι απαραίτητα χρηστικό. Το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, ίσως, παραπέμπει σε μιούζικαλ παλιού ελληνικού κινηματογράφου, κάτι εντελώς ασύμβατο με το γενικότερο ύφος του έργου άλλα και της ίδιας της υποκριτικής ροής. Η μουσική επένδυση της παράστασης, ενώ έχει καλό υλικό ως προς τους εκτελεστές, η ίδια αυτή καθαυτή συντελεί στην κωμική/παιδική υφή που έχει η διάσταση του μιούζικαλ. Το όλο γκροτέσκο του θεάματος, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του κειμένου, όχι μόνο αποσπά την προσοχή του θεατή από ένα κείμενο που απαιτεί αφοσίωση (λόγω του φιλοσοφικού του στοχασμού), αλλά καταλήγει να μπερδεύει σε έναν μεγάλο βαθμό την νοηματική αλληλουχία των σκηνών.

Αν και το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται και τα τέσσερα σχεδιάσματα αποτελεί πρωτοπορία, οι τέσσερις διαφορετικές μαρτυρίες για το αποτρόπαιο έγκλημα περισσότερο κουράζουν παρά προσθέτουν στοιχεία απαραίτητα για τη φιλοσοφική υπόσταση του έργου. Οι υποκριτική στο σύνολό της υστερεί στην μετάδοση της στοχαστικής πορείας του λόγου, γεγονός που συντελεί στο μπέρδεμα του νοήματος. Οι συναισθηματικές εξάρσεις, κυρίως των γυναικείων ρόλων, άγγιζαν το όριο της υπερβολής, αν και η σκιαγράφηση κάποιων ρόλων ενέχει στοιχεία γραφικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Μια πιο έντονη προσέγγιση στην τρέλα του Βόυτσεκ, με παράλληλα επίπεδα σωματικών και συναισθηματικών εκφάνσεων από τον Χρίστο Στυλιανού εξέλειπε. Το αποτέλεσμα της ερμηνείας επισκιάζεται και από το συνολικό ανάλαφρο ύφος της παράστασης. Οφείλω να σημειώσω τους ρόλους του Γιατρού (Κωνσταντίνος Χατζησάββας) και του Λοχαγού (Γιάννης Κολοβός) για την άρτια εκτέλεση τους. Βέβαια, οι παραπάνω ρόλοι φέρουν πολλά σύμβολα και, επομένως, γενικεύσεις. Τέλος, η μετάφραση του κειμένου σε κάποια σημεία πέφτει σε πλατειασμούς, ενώ είναι πρόδηλη, τολμώ να πω, η αδυναμία μεταφοράς αρκετών ποιητικών σημείων και ορισμένων στιχουργικών μελών, με αποτέλεσμα πολλά τραγούδια να παρουσιάζουν μια παιδική υπόσταση.

Ο Βόυτσεκ θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη τραγική ιστορία. Σίγουρα, είναι μια σύγχρονη κριτική επί παντός επιστητού, χωρίς αυτό να ενέχει την αφέλεια του ιδεατού κόσμου. Αντίθετα, ο κόσμος για τον Μπύχνερ είναι επί γης και διεκδικείται σε καθημερινό πλαίσιο . Ίσως αυτή η προσέγγιση του έργου του να εξιδανικεύει το θεατρικό σανίδι, να μην το έχει στα γήινα επίπεδα όπου και παίρνουν εφαρμογή οι ιδέες του Μπύχνερ. Η παραγωγή, άλλωστε, δεν έχει ποσοτικό κριτήριο, αλλά ποιοτικό…

Σημείωση της ιστοσελίδας
Το παρόν κείμενο καθώς και κάθε άλλο που σχετίζεται με την παρακολούθηση κάποιας παράστασης αποτελεί προσωπική άποψη του συντάκτη. Η
Lavart θέλοντας να υπηρετήσει τις αξίες που περιγράφονται στο εισαγωγικό της σημείωμα (βλ. Η LAVART https://www.lavart.gr/lavartgr/), προσπαθεί -και τονίζουμε, προσπαθεί- να μην αποτελεί εμπόρευμα ή μια ακόμη ιστοσελίδα που αποτελεί διαφήμιση του όποιου πολιτιστικού παράγοντα – φορέα. Σκοπός της LAVART είναι να διαφυλάξει και να υπηρετήσει τον πολιτισμό και τις αξίες που πρεσβεύει. Σε ένα περιβάλλον όπου ακόμα και η τέχνη βρίσκεται κάτω από τη μάστιγα της διαφθοράς, της δοσοληψίας και των δημοσιοσχετίστικων τεχνασμάτων, η LAVART δεν προτίθεται να πέσει στην παγίδα της κακεντρέχειας, παρά να εκφράζεται από αγνή πρόθεση και προαίρεση.

Θα ακολουθήσει εκτενέστερη ανακοίνωση.

Συντελεστές

Συγγραφέας: Γκέοργκ Μπύχνερ
Προσαρμογή κειμένου, Σκηνοθεσία, Φωτισμοί: Σταύρος Τσακίρης
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνικά – Κοστούμια, Flash Animation: Αλέξανδρος Ψυχούλης
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Δραματολογική συνεργασία – Στίχοι: Λουΐζα Αρκουμανέα
Μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης, Χρύσα Τουμανίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μελίνα Αποστολίδου
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά

Παίζουν: Νεφέλη Ανθοπούλου, Άννα Ευθυμίου, Γιώργος Κολοβός, Χρίστος Νταρακτσής, Ευγενία Πανταζόγλου, Χρήστος Παπαδημητρίου, Νικόλαος Πολοζιάνης, Τάσος Ροδοβίτης, Αλεξία Σαπρανίδου, Χρίστος Στυλιανού, Γιάννης Τσάτσαρης, Ορέστης Χαλκιάς, Κωνσταντίνος Χατζησάββας

Μουσικοί: Νεφέλη Ανθοπούλου, Γιώργος Κολοβός, Ευγενία Πανταζόγλου, Νικόλαος Πολοζιάνης, Τάσος Ροδοβίτης, Ορέστης Χαλκιάς

Κείμενο: Χρήστος Φώτης (Lavart)
Φωτογραφίες: Διάνα Σεϊτανίδου (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr